Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2009

Εύχομαι σε όλους μας να έχουμε γιορτές γλυκές σαν μέλι και οι φτερούγες του αγγέλου να είναι ανοιχτές πάνω μας.

Καλά Χριστούγεννα, Καλή Χρονιά

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2009

ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ - Παρουσίαση




Η ομιλία μου, στην παρουσίαση του "Περπάτα με τον άγγελό σου"

Καλησπέρα και καλώς ήρθατε, είναι μεγάλη η τιμή που μου κάνετε και η χαρά μου είναι ακόμη μεγαλύτερη, σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου.

Συνήθως όταν παρουσιάζεται ένα βιβλίο ή έστω όταν μια εκδήλωση γίνεται με αφορμή ένα βιβλίο, υπάρχει κάποιος που προλογίζει τoν/τη συγγραφέα, συστήνει, παρουσιάζει. Σήμερα όμως εγώ δεν αισθάνομαι την ανάγκη να με παρουσιάσει κανείς, νιώθω όπως όταν είμαι ανάμεσα στους φίλους μου, τους δικούς μου ανθρώπους και είναι πολύ ωραίο συναίσθημα να μπορείς να ονομάσεις «φίλους» ανθρώπους που τους ξέρεις λίγο, ελάχιστα, καθόλου.
Γιατί σήμερα έχω την εντύπωση ότι με τιμούν με την παρουσία τους πολλοί φίλοι. Σχεδόν άγνωστοι… Ευχαριστώ λοιπόν και πάλι και σταματάω εδώ τα περί «γνωστών-αγνώστων», είμαστε και σε μια ευαίσθητη περιοχή.... δε χρειάζονται πολλές τέτοιες αναφορές.

Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τη Μίνα Δάκου , μια φίλη μέσα από το facebook, που επικοινώνησε μαζί μου σαν αναγνώστρια του/των βιβλίων μου και αρχίσαμε να συζητάμε, η Μίνα είναι καθηγήτρια μουσικής στο ωδείο «Σαπφώ» και είχε την ευχαρίστηση να έρθει, μαζί με την παρέα της, τη χορωδία «Σαπφώ» να ντύσει μουσικά την εκδήλωση.
Και βέβαια εδώ πρέπει να πω κάτι που το χαρακτηρίζω τελείως καρμικό, όταν η Μίνα διάβαζε το βιβλίο είχε την εύλογη απορία «γιατί Σαπφώ»; εφ’όσον και η δική της χορωδία ονομάζεται έτσι. Αυτή η απορία της ήταν η αφορμή να γνωριστούμε και να συζητήσουμε γύρω από αυτό το θέμα και ... να τοι, όλοι τους εδώ! Μίνα, Γιώργο, παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ.

Ευχαριστώ και τον εκδοτικό οργανισμό ΛΙΒΑΝΗΣ για όλη την προετοιμασία της εκδήλωσης και τη φιλοξενία και τέλος...

Ένα μεγάλο, τεράστιο «ευχαριστώ» στη Νοέλ.
Τη σπουδαία φίλη Νοέλ και σπουδαία συγγραφέα Νοέλ Μπάξερ, που με το πρώτο της βιβλίο «Από δρυ παλιά και από πέτρα» -ένα υπέροχο βιβλίο, με μια συγκλονιστική ιστορία και μια συγκλονιστική αφήγηση- έκανε τεράστια αίσθηση στα λογοτεχνικά δρώμενα και αγαπήθηκε παράφορα. Και η Νοέλ είναι καινούργια φίλη, τη γνωρίζω λίγους μήνες, αλλά η χημεία μας υπήρξε καταλυτική, μέχρι χθες την είχα δει μόνο μια φορά, αλλά η επικοινωνία μας, όσες φορές υπήρξε, ήταν τόσο ουσιαστική και πάντα υπήρχε και από τις δυο μας, η αίσθηση ότι γνωριζόμαστε χρόνια.

Σήμερα η Νοέλ Μπάξερ μου κάνει την ιδιαίτερη τιμή να μιλήσει σήμερα για το ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ και θα της δώσω το λόγο, αφού την ευχαριστήσω ακόμη μια φορά και πω δυο λόγια για το πρώτο μου βιβλίο, ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ.


ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ
είναι ένα απόλυτα συναισθηματικό δημιούργημα, γράφτηκε μέσα από τη ψυχή μου τελείως αυθόρμητα.
Είχε την τύχη δε, να αντιμετωπισθεί από τους αναγνώστες, ακριβώς έτσι. Με πολύ αυθορμητισμό και απόλυτα συναισθηματικά. Και ν’αγαπηθεί πολύ και να συνεχίσει ν’αγαπιέται.
Με το βιβλίο αυτό, μπορώ να πω ότι ξαναγεννήθηκα, σε μια εποχή που ήθελα –αν ήταν δυνατόν- να έμπαινα και πάλι στη μήτρα της μάνας μου και να ξεκινήσω από την αρχή. Και επειδή αυτό πρακτικά ήταν λίγο δύσκολο, αφήστε που και η μαμά μου είχε αντιρρήσεις.... δε μπόρεσα να τη δελεάσω με τίποτα... γέννησα εγώ τον εαυτό μου, έβγαλα από μέσα μου –στην κυριολεξία- ένα παιδί, το παιδί-Μαίρη-βιβλίο και ήταν πραγματικά ένα ΘΕΙΟ ΔΩΡΟ.
Και μαζί μ’αυτό το παιδί-Μαίρη-βιβλίο λευτέρωσα και όλα αυτά που είχαν μαζευτεί μέσα μου και φώναζαν επιτακτικά «ελευθερία, ελευθερία, ελευθερία». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι τη μία από τις δύο ηρωίδες του βιβλίου την ονόμασα «Ελευθερία».
Όπως δεν είναι τυχαίο ότι στο δεύτερο βιβλίο μου, την ηρωίδα, την ονόμασα «Αρετή». Γιατί η ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη...

Και μόλις γέννησα και ηρέμησα, άρχισα να βρίσκω πάλι –όχι τη φόρμα μου- αλλά τη φύση μου, εκείνη με την οποία πορεύτηκα σαράντα τόσα χρόνια. Τότε... Και άρχισα να παίζω. Γιατί είμαι παιχνιδιάρα. Με την καλή την έννοια...
Αυτή τη φορά άρχισα να παίζω με τη συγγραφή, όπως ένα παιδί που έχει ανάγκη να πειραματιστεί με διάφορα παιχνίδια. Και αυτός είναι ο λόγος που το δεύτερό μου βιβλίο είναι τόσο διαφορετικό από το πρώτο και αυτό τρίτο, αυτό που γράφω τώρα, τόσο διαφορετικό από τα δύο προηγούμενα.
Μ’αυτήν την έννοια λοιπόν, δηλώνω ευθαρσώς ότι δε θεωρώ τον εαυτό μου λογοτέχνη, δέχομαι όμως ευχαρίστως, τον τίτλο της «λογοπαίχνη», η συγγραφή για μένα είναι ένα ατέλειωτο παιχνίδι, ένα παιχνίδι συναισθήματος, μνήμης και φαντασίας, με το οποίο παιχνίδι διαλύομαι και ανασυντίθεμαι κάθε στιγμή. Σαν ένα playmobil. Ή σαν puzzle. Μπορεί και σαν τη"μπάμπουσκα", που βγάζει από μέσα της συνέχεια άλλους εαυτούς κι άλλους κι άλλους, ατελείωτους...

Έπαιξα λοιπόν, όταν έγραφα το ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ.

Το παιχνίδι μου το εντοπίζω σε 3 σημεία:

1. στην «πνοή ζωής» που έδωσα στα ζώα & στα άψυχα,
2. στις περιγραφές που έκανα για κάτι εντελώς άγνωστο, όπως είναι ο Ουρανός και η ζωή μετά το θάνατο,
3. η σουρεαλιστική απόδοση σκέψεων & καταστάσεων.


Έπαιξα λοιπόν με τη συγγραφή και όπως είναι φυσικό, όταν παίζεις χαίρεσαι. Και όταν χαίρεσαι γελάς. Και γέλασα πολύ, όσο έγραφα. Και όταν το διαβάζω ξανά, πάλι γελάω με τα ίδια πράγματα.
Αλλά όπως επίσης είναι φυσικό, όταν παίζεις μπορεί και να χτυπήσεις. Και να πονέσεις. Και τότε να κλάψεις. Και έκλαψα πολύ γράφοντας για τους ήρωές μου. Πόνεσα μαζί τους, έκλαψα και λυτρώθηκα.

Και επειδή η ζωή είναι μια γέλιο, μια δάκρυ, μια ήλιος, μια συννεφιά και ποτέ δεν έχει το ίδιο πρόσωπο, έγραψα για τη διπλή φύση των ανθρώπων. Την καλή και την κακή.
Γιατί πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε καλό και κακό εαυτό, είναι θέμα συγκυριών, με ποιον εαυτό θα επιλέξουμε εμείς ή θα επιλέξουν άλλοι για μας, να ζήσουμε τη ζωή μας.
Όμως πάντα υπάρχει η ελπίδα με την επίδραση κάποιου ανθρώπου, ενός περιστατικού, μιας αγάπης , ενός ονείρου, ενός θανάτου, μιας γέννησης, μιας φιλίας ή ενός έρωτα, να αλλάξουμε, να βρούμε τον καλό μας εαυτό και να συνεχίσουμε μ’αυτόν.

Να διευκρινίσω ότι όταν λέω «καλό εαυτό», εννοώ αυτό που είναι καλό για τον καθένα, όχι απαραίτητα το «καλό» των πολλών.

Ή μπορεί και να μην αλλάξουμε ποτέ. Και να συμβιβαστούμε ή να μη συμβιβαστούμε και να ζήσουμε με κάτι ανοκλήρωτο και ανεκπλήρωτο, με γκρίνιες & μιζέριες, που θα το ψάχνουμε συνέχεια. Και μια θα το βρίσκουμε και μια θα το χάνουμε.
Πώς να βρεις αυτό που ψάχνεις, όταν δεν τα’χεις βρει με σένα;

Την ιστορία μου αυτή, στο ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ, την έντυσα με κάποια από τα αγαπημένα μου τραγούδια, τραγούδια που αρωμάτισαν την παιδική μου ηλικία, λύτρωσαν την εφηβεία μου, στόλισαν τα νιάτα μου, γλυκαίνουν την ωριμότητά μου και ... ορίστε.
Εδώ είναι το αστέρι μου δικό σας, για σας, για όλον τον κόσμο, μακάρι να νιώσετε τον παλμό και τη συγκίνησή μου, μέσα στις σελίδες του.

ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ - Παρουσίαση


Ομιλία της Νοέλ Μπάξερ για το "ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ"


Καλησπέρα σας, σήμερα χαίρομαι που θα σας μιλήσω για το πιο πρόσφατο βιβλίο της Μαίρης Κόντζογλου, το «Περπάτα με τον άγγελό σου».

Μετά το «Μέλι το θαλασσινό», που είναι ένα γήινο βιβλίο κι ας έχει στον τίτλο θάλασσα, με το νέο της βιβλίο η Μαίρη απογειώθηκε. Θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί:
Ο πρώτος, ολοφάνερος λόγος είναι επειδή πρωταγωνιστεί σε ρόλο αφηγητή ένας άγγελος! Ένα συμπαθέστατο ουράνιο ον που λέγεται «Παραδεισάκης», δηλωτικό του τόπου προέλευσής του. Όπως θα λέγαμε εμείς οι κοινοί θνητοί, Γιαννιώτης, από τα Γιάννινα.
Ο Άγγελος αυτός έρχεται επί της Γης. Παρακάτω θα σας πω την αιτία.
Στα δικά μας εδάφη διαδραματίζεται η ιστορία, άρα και τούτο είναι ένα γήινο βιβλίο.
Ένα βιβλίο της Γης. Η σκέψη δεν είναι γήινη, όμως. Εκεί είναι η απογείωση.
Το μυαλό του Παραδεισάκη δεν λειτουργεί όπως το δικό μου. Ή το δικό σας, επιτρέψτε μου. Κάνει συνδυασμούς ...φευγάτους. Άλλης λογικής.
Το αγγελικό μυαλό ανακαλύπτει γωνιές απάτητες από την δική μας συλλογιστική.
Ανατρέπει το ανθρώπινο σχέδιο δράσης μας, την ανθρώπινη καθεστηκυία τάξη μας. Της δίνει μια και καταλαβαίνει!
Ενόσω ο άγγελος αφηγείται, πετάει σχόλια, πετάει εντυπώσεις, πετάει αισθήματα... Με την ίδια ευκολία σαν να χτυπάει το μαξιλαράκι του καναπέ να φύγει η σκόνη.

Απογειώθηκε η Μαίρη σαν την Μαίρη Πόπινς. Μην την βλέπετε σήμερα έτσι, χωρίς τσιρότα στα δάχτυλα. Προϋπήρξε μια εποχή, ενόσω έγραφε το βιβλίο της, που μπορώ να την φανταστώ πως είχε δέκα τσιρότα στα χέρια της, ένα σε κάθε δαχτυλάκι.
Γιατί θα πύρωναν τα ακροδάχτυλά της από την ταχύτητα που θα πληκτρολογούσε, να προλάβει τον χείμαρρο της έμπνευσης. Ούτε τα άψυχα, βλέπετε, δεν βοήθησαν ώστε να αποφύγει τα τσιρότα.
Σε αυτό το βιβλίο τίποτα δεν μένει σιωπηλό, όλα έχουν λόγο. Λόγο ύπαρξης και ...λόγο! Κουβεντιάζουν μεταξύ τους / με τον Άγγελο / με τον εαυτό τους. Ο καναπές, τα παπούτσια, η παντόφλα... Αμέτοχο στη δράση δεν μένει τίποτα και κανένας.
Κι εκεί που σαν αναγνώστης παρακολουθείς ωραία και καλά – και πολύ λογικά - μια κουβέντα με νόημα ανάμεσα σε μια γυναίκα και την στρίγγλα νύφη της, και αναγνωρίζεις το τοπίο οπότε αισθάνεσαι άνετα με τη διήγηση, ότι τάχα μου την παρακολουθείς, σου βγαίνει από την γωνία το μουρμουρητό του καναπέ και το κους-κους του σκύλου, του Αζόρ που σας έλεγα. Για να αφήσουμε έξω τον Παραδεισάκη που από μια σελίδα και εξής έχουμε αποδεχθεί την παρουσία του και μας φαίνεται -έστω- λογική.

Ο Παραδεισάκης έχει έρθει στη Γη με αποστολή, παρακαλώ. Να κάνει φτερουγοθεραπεία, να χαϊδέψει δηλαδή με τα αγγελικά φτερά του μια άχρωμη, άνοστη, άγευστη 40άρα με ανούσια ζωή σε μια αδιάφορη επαρχιακή πόλη. Ο σκοπός του δηλαδή είναι ...άγιος! Όχι απλώς αγγελικός. Πόσες τέτοιες γυναίκες έχουμε όλοι μας στις ατζέντες τηλεφώνων μας, στο γράμμα που ποτέ δεν ανατρέχουμε. «Βήτα». Βαρετές. «Χι». Χαμένες. Η Μαίρη το λέει καλύτερα. «όλα μπεζ».
Πριν την άφιξη του αγγέλου, η «μπεζ» Αρετή φορούσε μόνο σταχτομπεζ-καφεγκρι ρούχα, που περνούσαν στον κόσμο το ευκολοδιάβαστο μήνυμα «μην με βλέπετε, είμαι διαφανής, δεν είμαι γυναίκα εγώ».
Μετά έπεσε μια φτερουγοθεραπεία ολκής και άλλαξε η γυναίκα χρώματα. Άλλαξε τον αδόξαστο. Και τα φώτα άλλαξε στους πάντες. ...Στους καναπέδες συμπεριλαμβανομένων!
Δεν θα σας πω την αλλαγή για να έχετε την περιέργεια να τρέξετε στο βιβλίο.
Θα σας κλείσω το μάτι με σημασία και θα σας αποκαλύψω μόνο, γιατί με γαργαλάει η γλώσσα μου, ότι όοοοο,τι περνάει από το μυαλό σας, μέσα είστε!

Το βιβλίο είναι δόξα τω Θεώ μεγάλο και έχει χώρο τα πάντα να συμβούν. 645 σελίδες. 780 γραμμάρια χαρτί. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτά τα πάντα που υπονοώ και ο μηχανισμός του μυαλού σας το βλέπω ότι δουλεύει με μεγάλες ταχύτητες για να τα φανταστεί, δεν είναι διασκορπισμένα στους πέντε ανέμους.

Το βιβλίο δεν αφηγείται μια διαδρομή. Φύγαμε από ‘δω, πήγαμε κει, μετά αλλού... Όχι. Στο «Περπάτα με τον άγγελό σου» δεν είναι γεωγραφική η διαδρομή αλλά εσωτερική. Βαθιά. Ψυχολογική διαδρομή. Οι δρόμοι των ανθρώπων συναντιούνται σε κοινά σημεία, διέρχονται ο ένας τα εσωτερικά μονοπάτια του άλλου, και κάπου στην σελίδα 500και, δεν μιλάμε για μονοπατάκια επομένως, όλοι αυτοί ...κάπου φτάνουν. Γίνεται πανηγύρι εννοείται. Πανηγύρι συμβολικό; Πραγματικό; Δεν θα σας το αποκαλύψω.

Οι άνθρωποι του βιβλίου είναι μετρημένοι στα δάχτυλα: Η Αρετή, ο αδελφός της ο Ηρακλής, η γυναίκα του η Κάκια-Κωνσταντίνα, και τα μέλη της χορωδίας «Σαπφώ»: ο μαέστρος, η σοπράνο Ιταλίδα Τερέζα, η τυφλή πιανίστα Ιφιγένεια, ο Αργύρης που είναι Αλβανός μετανάστης ακορντεονίστας, ο γκρίζος τενόρος (θα χρωματιστεί κι αυτός, έννοια σας), ο γυψάς-γυψοσανίδες που έχει κληρονομήσει την φωνή του Καζαντζίδη, ο γιατρός που ψάχνει ένα νόημα, έναν σκοπό στη ζωή του (και τον βρίσκει), ο Αστέρης που γι’ αλλού ξεκίνησε κι αλλού η ζωή τον πήγε, ένα αστέρι περίμενε στη ζωή του ο άνθρωπος, η αδηφάγα Στέλλα που μην και δει αρσενικό, συμπεριφέρεται σαν θηλυκή αράχνη, ο χορηγός ... βασικά ο χορηγός.
Οι βασικοί χαρακτήρες είναι μόνο τούτοι. Δεκατέσσερεις. Περιφερειακά δουλεύει σκληρά ένα team δευτεραγωνιστών. Τις παντούφλες και τα άλλα τα άφησα απ’ έξω, δεν τα μέτρησα.
Το «Περπάτα με τον άγγελό σου» θα μπορούσε κάλλιστα, νομίζω, να ήταν θεατρικό έργο. Οι χώροι είναι συγκεκριμένοι. 4-5 σκηνικά. Χωράνε σε ένα πλατό, αν ήταν τηλεοπτικό σίριαλ. Υπάρχει οικονομία εκεί. Η σπατάλη γίνεται στην δράση. Σε όλα τα επίπεδα της δράσης.
Την οποία παρακολουθούμε πανεύκολα χάρη στην αφήγηση του Παραδεισάκη, σύγχρονη με τα γεγονότα που διαδραματίζονται. Πρόκειται για αναμετάδοση στην ουσία, είναι σαν να παρακολουθούμε από το τραντζιστοράκι αγώνα ποδοσφαίρου.

Με τον Παραδεισάκη σπίκερ, ο αναγνώστης αποχτάει ειδική οπτική. Ξεφεύγει από τα ανθρώπινα δεσμά της σκέψης και μπορεί να παρακολουθεί τα ενδότερα, ενδότερα, ενδότερα των ηρώων του βιβλίου.
Μεταξύ των άλλων ακούει τις σκέψεις των ηρώων. Πείτε μου ότι ποτέ δεν σκεφθήκατε τι καλά θα ήταν να μπορούσατε να ακούγατε την σκέψη του συντρόφου σας. Ή του εργοδότη σας, ας πούμε. Τούτο το ονειρικό είναι η πραγματικότητα στο βιβλίο.
Ο άγγελος της Αρετής έχει την ικανότητα, όπως ακούει/μαντεύει/...πάντως γνωρίζει τη δική της σκέψη, έτσι να ακούει/μαντεύει/πάντως γνωρίζει και των άλλων με τους οποίους έρχεται η Αρετή σε επαφή. ...όλων των ειδών τις επαφές, για να κυριολεκτώ. Πείτε μου και το πίστεψα ότι ούτε αυτό έχετε ποτέ σκεφθεί, μήπως ο σύντροφός σας λέει στα φανερά «ήταν τέλεια», κι από μέσα του λέει άλλα! Ότι «ήταν χάλια»!
Το «ήταν τέλεια» ακούει η Αρετή. Εμείς όμως, ως αναγνώστες, δια του αγγέλου, ξέρουμε κάτι περισσότερο από αυτή και αυτό είναι απίθανα πρωτοποριακό, συναρπαστικό και αποκαλυπτικότατο για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Για να μην πω για την ανθρώπινη φύση, που σηκώνει πολλή κουβέντα.

Ποια είναι η Αρετή και γιατί να μας ενδιαφέρει;
Αποτελεί το alter ego της συγγραφέα, όπως συχνά συμβαίνει; Άμα ήταν έτσι, η Μαίρη θα την πατούσε, δεν θα πετούσε. Είπαμε, σε αυτό το βιβλίο πετάει. Απογειώθηκε.
Η Αρετή, κατά τη γνώμη μου (και η Μαίρη εδώ είναι να με διαψεύσει, αλλά αλίμονό της), είναι ο εαυτός μας στις κρυφές μπεζ αποχρώσεις που κατά τόπους – στο πολύχρωμο «όλον» μας - έχουμε. Λιγότερο ή περισσότερο ....ή ολωσδιόλου, εμείς είμαστε η Αρετή.
Εμάς βλέπουμε στο βιβλίο. Βλέπουμε και τον άγγελο που κανονικά οι άγγελοι είναι αόρατοι, στην Αρετή δεν είναι ορατός, εμείς όμως τον δικό της τον βλέπουμε. Ίσως κι εμείς επομένως, όπως αυτή, να έχουμε έναν αόρατο άγγελο που παίζει τούτη την στιγμή με τα τσουλούφια μας. Ίσως τελικά και η καλή μας διάθεση να είναι αποτέλεσμα μιας σωστικής φτερουγοθεραπείας -πού το ξέρουμε;- κι ας καυχιόμαστε στις μπεζ ή χρωματιστές φιλενάδες μας πως είναι προσωπικό μας επίτευγμα, αποτέλεσμα χρόνιων ερευνών.

Η Αρετή με την συμβολή του αγγέλου μεταλλάζεται. Γίνεται η εικόνα μας όπως θα θέλαμε να επιστρέφεται όταν κοιτάμε τον καθρέφτη. Το κεντρικό μήνυμα του βιβλίου αφορά την Αρετή και είναι κατά τη γνώμη μου το «Κορίτσια, αλλάξτε! Μπορείτε!»
«Κορίτσια & αγόρια, προχωρήστε!»
, για να το συνδέσουμε με το βάδισμα του τίτλου.
Αν ο θεός είχε δώσει στην Αρετή πηλό για να φτιάξει την Εύα, όλες οι γυναίκες θα ήμασταν καλύτερες! Στον χαρακτήρα και την συμπεριφορά.
Γιατί η Αρετή, όπως μας την παρουσιάζει η Μαίρη, είναι καλός άνθρωπος. Πολύ καλός άνθρωπος. Γιατί η Αρετή μπορεί στην αρχή να έκανε κάποιες σπασμωδικές κινήσεις μέχρι να βρει τον ρυθμό της, όμως κατέκτησε την πολυπόθητη -για όλους μας- ισορροπία. Διαμόρφωσε έναν ωραίο εαυτό, είναι και όμορφη κοπέλα... ποιος στη χάρη της!
Για να συνοψίσω τον χαρακτήρα «Αρετή» του βιβλίου, δεν ξέρω τι λέει η Μαίρη αλλά κατά εμέ εκφράζει το ρεαλιστικό ιδεατό της σύγχρονης Ελληνίδας. Πολύ ανθρώπινη, πολύ γήινη, πολύ απλή, πολύ κατανοητή. Εξαιρετικά οικεία.

Και με άλλους ήρωες του βιβλίου ισχύει αυτό. Η οικειότητα. Ο Κυριάκος, ας πούμε. Ο άπιστος ερωτικά αχαλίνωτος. Υπάρχει άντρας που να μην αναγνωρίσει στον εαυτό του και ολίγο από Κυριάκο; Ή εμείς, οι κυρίες, υπάρχει καμία που να μην ψάχνει να βρει μήπως και υπάρχει υποψία Κυριάκου στον σύντροφό της;
Άλλο παράδειγμα οικειότητας: Αν δεν αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας τον Μενέλαο και την μάνα του που ήθελε κοτέτσι στην αυλή της λουξ έπαυλης (το κοτέτσι έστω στην μεταφορική του έννοια), θα το αναγνωρίσουμε σίγουρα σε κάποιον γνωστό μας.
Το ίδιο ισχύει για την Τερέζα που εκφράζει την αγωνία της ώριμης γυναίκας που πέρασε η μπογιά της ή την «μυγοσκοτώστρα» την Στέλλα που δεν αφήνει αρσενικό για αρσενικό και σχέση για σχέση να φτουρήσει.

Σχετικά με τους ήρωες του βιβλίου, που δεν θα τους πιάσω έναν-έναν ασφαλώς, εξάλλου φαίνονται μέσα από τα αποσπάσματα που επιλέχτηκαν, έχει σχεδιάσει η Μαίρη μια ανθρώπινη γκάμα που μας την ανοίγει σαν βεντάλια. Όλοι αυτοί κάνουν ένα πάντρεμα γόνιμο, που γεννάει σκέψεις στον αναγνώστη. Το απίθανο είναι ότι ξεκινάμε χαλαρά, μετά μπαίνουμε στα πιο βαθιά.
Η Μαίρη ξεκινάει τον αναγνώστη της από τα ρηχά, από κει που πατώνει. Ο αναγνώστης. Σιγά-σιγά το βιβλίο τον ρουφάει στα ενδότερα, στα πιο βαθιά νερά. Σκουραίνουν τα ύδατα. Ανάμεικτα με τιρκουάζ. Το χρώμα του φιλικού αμμουδερού βυθού.
Για να μην τα λέω φλου αρτιστίκ, το βιβλίο έχει 3 μέρη:

Στο 1ο επικρατεί ατμόσφαιρα κοζερί. Σαν να κάθεται η παρέα στον καναπέ, να έχει πετάξει από τα πόδια τα στενά παπούτσια («ουφ, επιτέλους» θα είπαν αυτά, αν λειτουργούσε στη ζωή το πνεύμα του βιβλίου) και να πίνει το καφέ της –καλή ώρα- ή το κρασάκι της κουβεντιάζοντας. Με το πρώτο στρώμα του μυαλού ενεργοποιημένο. Το εξωτερικό, το επιφανειακό σοφό μυαλό μας. Οι ανατροπές του πρώτου μέρους χτυπάνε το κουδούνι να έρθουν στην πόρτα, έξω, και τα άλλα στρώματα του μυαλού μας.
Εκεί, στην αρχή του βιβλίου, η Μαίρη γάζωσε τις δραματικές αλήθειες που θα ακολουθήσουν. Τρύπωσε το δράμα.
Στο 2ο μέρος, η δράση είναι τέτοια, τόσα πολλά αυτά που συμβαίνουν, που είσαι πλέον ολόκληρος σε εγρήγορση. Τίποτα δεν κοιμάται. Παρακολουθείς τα πάντα. Μέχρι και τους καναπέδες, για να επιστρέψω στο εύρημα του ομιλούντος καναπέ. Υπερίπτασαι δηλαδή στο story αλλά, πράγμα αδύνατο κι όμως δυνατό, είσαι ταυτόχρονα και πάνω στη γη και μέσα στους ανθρώπους. Και έξω δηλαδή και μέσα και παραμέσα. Είσαι πανταχού παρών, κι αυτό σου δίνει μια απίστευτη δύναμη, δίνει στον αναγνώστη μια δύναμη πρωτόγνωρη και πολύ, μα πολύ γοητευτική!
Το πώς ο κάθε από εμάς αναγνώστης χειριστεί τη δύναμη που του προσφέρει με την γραφή της η Μαίρη, υπόκειται σε αυτόν. Αναφέρομαι στον ρόλο του αναγνώστη. Στη δική του συμμετοχή κατά την ανάγνωση.
Στο 3ο πια και τελευταίο μέρος, από την ανατροπή περνάμε στην αποκάλυψη. Αποκαλύπτεται ο λόγος που έκανε τον κάθε ήρωα του βιβλίου να δρα όπως έδρασε στα δύο πρώτα μέρη. Καταλαβαίνουμε. Κλείνουμε το βιβλίο με την γεύση της κατανόησης στο στόμα. Κατανοώντας. Η κατανόηση είναι σπουδαίο πράγμα. Νόηση, διανόηση, κατανόηση. Παρανόηση. Υπονόηση. Σούπερ-νόηση.


Όσο περπατάμε προς το 3ο μέρος του βιβλίου, το δραματικό στοιχείο τα βάζει με το εύθυμο και νικάει. Μεγάλα αποσπάσματα, στην αρχή ιδιαίτερα το βιβλίου, μπορεί να τα χαρακτηρίσει ένας φιλόλογος που αγαπάει τις ετικέτες, ως ευθυμογράφημα.
Σε πολλά σημεία του βιβλίου γελάει ο αναγνώστης, όπως η Μαίρη θα γελούσε -είμαι σίγουρη, επειδή την ρώτησα- ενόσω τα έγραφε. Γέλιο φωναχτό. Όχι απλώς μειδίαμα.
Κι εκεί που είμαστε στο ευφυολόγημα, μπαίνει τελεία και βρισκόμαστε στο δράμα.
Η τελεία, το σημείο στίξης, λειτουργεί σαν μπάλα κανονιού που μας εκσφενδονίζει στην άλλη άκρη του λιβαδιού, εκεί που λέγονται πικρές αλήθειες.
Αυτό το παιχνίδι των αντιθέσεων, άσπρο-μαύρο, γλυκό-πικρό, ωραίο-άσχημο, το συναντάμε σε όλο το έργο.
Είναι φανερό ότι πρόκειται για στρατηγική γραφής. Ο γραφικός χαρακτήρας της συγγραφέα. Και η δύναμή της. Πώς παίρνει τον αναγνώστη και τον σηκώνει. Ή τον βυθίζει. Μας παίζει στα δάχτυλά της η Μαίρη. ...Εκείνα που είχαν τα τσιρότα. Επειδή πύρωναν.

Οι ήρωες στο «Περπάτα με τον άγγελό σου» δεν εμφανίζονται τραγικοί. Αντιθέτως. Ένα πράγμα που δεν τους χαρακτηρίζει είναι η μαυρίλα. Τότε; Πώς συνάδει η τραγικότητα;
Με τον εξής μηχανισμό: Δεν είναι συνεχής. Δίδεται σε σκηνές τραγικότητας. Σε φέτες. Κομμάτια μιας δραματικής τούρτας.
Με το δραματικό στοιχείο καταλαβαίνεις ότι το γέλιο σου στα εύθυμα μέρη ήταν παράταιρο. Ότι ήσουν αγενής με τους ήρωες του βιβλίου. Ότι θα έπρεπε να σκύψεις ως αναγνώστης με περισσότερη τρυφερότητα επάνω τους -ένα πάθημα-μάθημα.
Δεν είναι τυχαίο το πάθημα-μάθημα. Η συγγραφέας είναι παρούσα σκορπώντας δεξιά κι αριστερά μηνύματα κοινωνικά. Σαν την μελισσούλα κυκλοφορεί στις σελίδες κι αφήνει την γύρη της, λίγη εδώ-λίγη εκεί. Είναι σαφής η θέση που παίρνει σε κοινωνικά θέματα όπως ο μετανάστης, ο καταληψίας ή το τσιγγανάκι.

Η συγγραφέας είναι ορατή. Το «Περπάτα με τον άγγελο σου» στον τίτλο είναι σε προστακτική όχι της προσταγής, αλλά της ευχής. Σκουντάει με τρυφερότητα η Μαίρη τον αναγνώστη να προχωρήσει μπρος. Όπως μια καλή φίλη. Πολύ πολύ φιλικά η Αρετή αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει το γυφτάκι. Αναλαμβάνει να πάει στο νοσοκομείο την ετοιμόγεννη. Να φροντίσει τον άρρωστο μαέστρο. Να.., να...., να..... Καλές πράξεις ...ή στάση ζωής;
Στάση ζωής. Η Αρετή εκπαιδεύει και μας, τους αναγνώστες.

Ως συγγραφέας, για να το πιάσω κι έτσι τουλάχιστον στον Επίλογο, έχω να δηλώσω ότι είδα στο «Περπάτα με τον άγγελό σου» ξεκαρδιστική αφήγηση, με ατάκες που αν επρόκειτο για σίριαλ στην τηλεόραση θα τις ακούγαμε την επομένη στο μετρό και στα λεωφορεία, και, συνάμα, συγκλονιστικό δράμα με απέριττη γραφή. Ό,τι πιο λιτό σε δράμα κυκλοφορεί στην αγορά.
Κάποιες από τις προσωπικές εξομολογήσεις ηρώων του βιβλίου θα μας μείνουν ανεξίτηλα. Είναι από αυτές τις ανθρώπινες ιστορίες που κάποια στιγμή αργότερα κόβουμε το κεφάλι μας πως συνέβησαν σε κάποιον πολύ γνωστό μας και είναι πραγματικές. Η Μαίρη έχει βάλει το χεράκι της ασφαλώς. Η μαεστρία της συγγραφικής τεχνικής είναι που έδωσε ζωή, πνοή, σε φανταστικές ιστορίες πλασματικών ανθρώπων.

Από την κοζερί των πρώτων σελίδων, θα με ρωτήσετε, πώς φτάσαμε ως εδώ;
Ε, η Μαίρη κι ο άγγελός της μας έφτασαν. 645 σελίδες βέβαια τους πήρε, δεν μας έφτασαν δα και πετώντας. Περπατώντας φτάσαμε!
Προλαβαίνω ίσα-ίσα να ευχηθώ «Καλή Ανάγνωση» σε όσους δεν το διάβασαν και να σας ευχαριστήσω για την προσοχή σας.

Κλείνω με το βιβλίο, όπως του αρμόζει:

«Όλα ήταν ίδια όπως τα άφησε πριν κλείσει τα μάτια της γι’ αυτό το φιλί, που κράτησε λίγο όσο η αιωνιότητα και πολύ όσο ένα ανοιγόκλεισμα των ματιών. Ήταν ένα φιλί ζεστό, που είχε τη γεύση και τα αρώματα του καλοκαιριού. Ξεφλουδισμένο ροδάκινο και αγιόκλημα. Ζεστή αλμύρα και παγωτό χωνάκι. Ούζο με πάγο και μέλι θυμαρίσιο. Πεύκο και άγουρο σταφύλι. Ανθισμένες πικροδάφνες και θερισμένα στάχυα. Όμως αυτή πια δεν ήταν η ίδια.» (σελ 598)

Όπως και εγώ, η Νοέλ, δεν ήμουν ίδια όταν το διάβασα...

ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ - Παρουσίαση





Την Πέμπτη 26 Νοεμβρίου, έγινε η παρουσίαση του βιβλίου μου
"ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ" , στο ΒΟΞ-ΛΙΒΑΝΗΣ, στα Εξάρχεια.

Για το βιβλίο μίλησε η συγγραφέας Νοέλ Μπάξερ και εγώ. Για όλους μας τραγούδησε η Μίνα Δάκου και η χορωδία "Σαπφώ" . Ήταν μια ωραία βραδιά γεμάτη λυρισμό και λόγο.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009


ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ

Τρεις συνεχόμενες εβδομάδες μέσα στα 10 πρώτα "ευπώλητα" βιβλία.

Χαίρομαι, που ... ταιριάζουν τα γούστα μας.

Μαίρη Κόντζογλου

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Ολοκαίνουργιο.... βιβλίο : "Περπάτα με τον άγγελό σου"


Η Αρετή, ένας άνθρωπος «κανονικός», ζει μια ζωή επίπεδη, ολιγαρκή, χωρίς εξάρσεις.
Η πρώτη νιότη της κύλησε χωρίς να το καταλάβει, και απέμεινε να τραγουδάει, σε λάθος τέμπο, για έναν έρωτα ανεκπλήρωτο.
Στο πλευρό της βρίσκονται οι μικροί μαθητές της και οι ενήλικοι συμμαθητές της από τη «Σαπφώ», τη χορωδία της.
Απέναντί της στέκονται όσοι δεν την κατάλαβαν ποτέ: οικογένεια, φίλοι, πρώην, η μοίρα της η ίδια.
Όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που Εκεί Πάνω, ένας νεοφώτιστος, φιλόδοξος άγγελος αναλαμβάνει την προστασία της. Αυθόρμητος, άπειρος και γκαφατζής, ο φύλακας άγγελος παρακολουθεί έκπληκτος τις ραγδαίες αλλαγές στην προστατευόμενή του.
Το ίδιο και όσοι δεν έχαναν ως τότε την ευκαιρία να τη μειώσουν και να την πληγώσουν.

Με μια Αρετή καινούρια, αποφασισμένη να προχωρήσει, όλα αλλάζουν: η πραγματικότητα διαδέχεται το θαύμα και τα Αστέρια δεν είναι πια τόσο μακρινά. Στην κυριολεξία…

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ



Το Μέλι το Θαλασσινό


Το Πάσχα του χίλια εννιακόσια κάτι, κάπου στην επαρχία της βόρειας Ελλάδας, ένα δεκάχρονο κοριτσάκι περνάει τις διακοπές, μαζί με τον δίδυμο αδελφό του και τους γονείς τους, όπως πάντα, στο πατρικό χωριό.

Αυτό το Πάσχα θα είναι διαφορετικό.
Παλιά γεγονότα,θα έρθουν στο φως και θα ταράξουν τη φαινομενική γαλήνη της οικογένειας.
Νέες καταστάσεις θα προσγειώσουν ανώμαλα τους μεγάλους και θα απογειώσουν, επίσης ανώμαλα, τους μικρούς και όσους νιώθουν μικροί.
Ένας ανεπιθύμητος γάμος θα αναβληθεί, εξ αιτίας ενός τραγικού θανάτου.
Ένα καινούργιο μέλος της οικογένειας θα εμφανιστεί, αναστατώνοντας τους υπόλοιπους.
Μια «αμαρτωλή» ιστορία θα ξεσκεπαστεί, για να γίνει αφετηρία αλλαγών.
Και ένας έρωτας θα αλλάξει για πάντα τη δομή αυτής της τυπικά «καθώς πρέπει» ελληνικής οικογένειας, της οικογένειάς της.

Η Δήμητρα, η μικρή αφηγήτρια, ζωηρή, ατίθαση, αισιόδοξη, πεισματάρα, επίσης «έξυπνη και αδύνατη», όπως λέει και ο μπαμπάς της, κατά τη διάρκεια αυτών των διακοπών, θα βιώσει τις πρωτόγνωρες καταστάσεις, θα επιδιώξει να μάθει τα πάντα πριν από τους μεγάλους, θα επέμβει στα γεγονότα και θα εμπνευσθεί από την Ελευθερία, συμπρωταγωνίστρια σαν φυσικό άτομο αλλά και σαν ιδέα, που θα γίνει σημαία και σκοπός της.

Και οι μεγάλοι, ο ένας μετά τον άλλον, θα αναγκαστούν να παραδεχτούν ότι η σπουδαιότερη γνώση είναι η συνειδητοποίηση της αδυναμίας μας και ότι η ισχυρότερη δύναμη είναι η αγάπη.
Η αγάπη που είναι κυρίαρχο στοιχείο της ιστορίας και που θα αποδειχτεί ο καταλύτης.

Το παιδί θα αγωνιστεί με νύχια και με δόντια και θα προσπαθήσει να δώσει το τέλος που θέλει αυτό, σε συνειδητό και σε ασυνείδητο επίπεδο.


Ένα τέλος που υπαγορεύεται από την αισιόδοξη παιδική ψυχή και την άδολη αγάπη.

Οι δικές μου σκέψεις για ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ




ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ είναι το πρώτο μου βιβλίο, γράφτηκε –σχεδόν- σε κατάσταση ύπνωσης. Μια μέρα κάθισα μπροστά στον υπολογιστή, χωρίς σχέδιο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς θέμα και άρχισα να γράφω. Η συγγραφή κράτησε εννιά μήνες, υπό αυτήν την έννοια είναι μια εγκυμοσύνη, έτσι, θέλω να λέω ότι το βιβλίο αυτό είναι το τρίτο μου παιδί. Φυσικά, αφού το ολοκλήρωσα σε πρωτόλειο επίπεδο, το δούλεψα πάλι, το πρόσεξα, το ξετίναξα θα έλεγα –το βιβλίο είναι μιας συγκεκριμένης εποχής, φρόντισα πάρα πολύ το λεξιλόγιο, τα αντικείμενα, τα ήθη, τα ακούσματα, όλο το περιβάλλον γενικά, να είναι όλα συνεπή με το χρονικό πλαίσιο που το τοποθέτησα.

Θέλω να τονίσω ότι όλη αυτή η διαδικασία, από το πρώτο στάδιο του γραψίματος μέχρι και τις τελικές διορθώσεις υπήρξε τόσο απολαυστική για μένα, πέρασα τόσο καλά, διασκέδασα και έκλαψα τόσο πολύ, που από τότε μου’μεινε το κουσούρι, συνεχίζω να γράφω και ήδη ολοκλήρωσα τη συγγραφή του τρίτου μου βιβλίου.

ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ είναι ένα βιβλίο που μιλάει για μια οικογένεια, που θα μπορούσε να είναι η οικογένεια του καθένα από μας.
Αναφέρεται σε μια χρονική περίοδο, την περίοδο της χούντας, εποχή που οι περισσότεροι από μας την έχουμε ζήσει και έχουμε αναμνήσεις, τότε που κάποιοι κατάπιαν τη γλώσσα τους και άλλαξαν το τροπάριο και κάποιοι άλλοι -λίγοι αλλά εξαιρετικοί- μπορεί να υπέμειναν και να κατάπιαν πολλά, όχι όμως τη γλώσσα τους. Συνέχισαν να μιλάνε και να ελπίζουν.
Και αναφέρεται σε μια άποψη ζωής που είμαι βέβαιη ότι θα την αναγνωρίσετε αμέσως όταν το διαβάσετε, μια άποψη που λίγο-πολύ μας έχει επηρεάσει, γιατί μας καταπίεσε και μας ερέθισε από τότε που ήμασταν μικροί.

Το βιβλίο αυτό μιλάει για την αντίληψη του να προσπαθούμε να είμαστε αρεστοί στους άλλους και ας μην είμαστε αρεστοί στον εαυτό μας.

Μια άποψη που εγώ προσωπικά, προκειμένου να την πετάξω από πάνω μου, έπρεπε να μεγαλώσω, να αποκτήσω εμπειρίες, να δω και να παρατηρήσω γύρω μου και μέσα μου, να διαβάσω και να αναλύσω τις ζωές των ανθρώπων του περιβάλλοντός μου, κοντινού αλλά και πιο μακρινού και τελικά να την ξορκίσω, γράφοντας ένα βιβλίο. Αυτό το βιβλίο.

Την ιστορία την αφηγείται ένα κοριτσάκι, η μικρή Δήμητρα που αρνείται να δεχτεί την κατάσταση μέσα στην οικογένεια έτσι όπως διαμορφώνεται –αποκλειστικά- από αυτούς που έχουν την εξουσία. Δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τους μεγάλους.
Η μικρούλα μου Δήμητρα αρχίζει να καταστρώνει, σε συνεργασία με τον δίδυμο αδελφό της, ένα σχέδιο για να παραμείνει ανύπαντρη στην πράξη, ελεύθερη στην ουσία- η αγαπημένη θεία τους, η Τετερία, που είναι το χαϊδευτικό του Ελευθερία. Και βάζοντας σε εφαρμογή το σχέδιό της η μικρή, κατορθώνει να οδηγήσει τα γεγονότα έτσι όπως αυτή θέλει, με μοναδική πυξίδα για τη διαδρομή, την ΑΓΑΠΗ.


ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ διαβάζεται με δυο τρόπους.
Ο ένας τρόπος είναι η εξιστόρηση μιας ενδιαφέρουσας ιστορίας, μιας ιστορίας καθημερινής και απλής, μιας ιστορίας γεμάτης συναισθήματα, που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα όταν αρχίζουν οι ανατροπές. Ανατροπές που φέρνει η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος και τα διάφορα περιστατικά που στολίζουν ή ξεγυμνώνουν τις μέρες που περνούν.
Όλα αυτά όμως είναι δοσμένα κάτω από το πρίσμα των παιδικών αναμνήσεων. Που αυτόματα γίνονται ιδιαίτερα συναισθηματικά, αφού ότι ζήσαμε ΤΟΤΕ, στα παιδικά μας χρόνια, μας φαινόταν –και ήταν- συνταρακτικό.

Σ’ένα δεύτερο επίπεδο όμως ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ είναι ένα βιβλίο ενάντια στην εξουσία των δυνατών και μια αναζήτηση στην αρχέγονη πηγή της ευτυχίας, της ελευθερίας, της απόφασης να είσαι ο εαυτός σου.

- Η άρνηση του παιδιού να φάει, είναι η άρνηση να καταπιεί αμάσητο ότι του σερβίρουν οι άλλοι,
- Το κρυφτούλι που παίζει και η παρακολούθηση που κάνει για να μάθει όλα τα «απαγορευμένα», είναι η προσομοίωση με τον τρόπο ζωής που μας επιβάλλει να μη φανερώνουμε τα πραγματικά μας αισθήματα, αλλά να κρυβόμαστε πίσω από συμβατικές καταστάσεις και, τελικά, να κρυφοκοιτάμε τη ζωή, αντί να τη ρουφάμε διψασμένα,
- Η απόφαση της Δημητρούλας, της μικρής πρωταγωνίστριας να οδηγήσει τα πράγματα προς τ’εκεί που θέλει, εκεί που την κατευθύνει το ένστικτό της και η άδολη αγάπη που έχει για την υπέροχη θεία της, την Ελευθερία, είναι η μικρή επανάσταση του καθένα για ν’αποκαλυφθεί η αλήθεια και να λάμψει η δικαιοσύνη. Σε απλά και μικρά πράγματα, σε μικρές και καθημερινές μάχες. Εκεί είναι ο ηρωισμός, εκεί που κανείς δε σου δίνει παράσημο, ούτε σύνταξη εθνικής, κοινωνικής ή προσωπικής αντίστασης...

Γενικά, θα έλεγα ότι ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη δύναμη και την ικανότητα της αγάπης ν’αλλάξει τα πάντα, ν’αλλάξει τον κόσμο και να γίνουμε όλοι καλύτεροι.
Και είναι αφιερωμένο στο κρυμμένο κοριτσάκι ή αγοράκι των παιδικών μας χρόνων, τότε που όλα ήταν απλά και ξεκάθαρα, τότε που μπορούσαμε να πούμε τα πράγματα με το πραγματικό τους όνομα και δε φοβόμασταν ότι αυτό θα δημιουργούσε άσχημες εντυπώσεις, θα είχε συνέπειες, θα άλλαζε τις «ευαίσθητες ισορροπίες».

Τότε που πιστεύαμε, όπως και η μικρούλα μου Δήμητρα, ότι αυτός ο κόσμος μπορεί ν’αλλάξει, αρκεί να το θέλουμε εμείς.

Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

ΤΙ ΕΙΠΑΝΕ ΓΙΑ "ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ"

Χρήστος Διάφας
Επικοινωνιολόγος


ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

Θα μπορούσα να μιλάω πολύ ώρα για αυτό το μυθιστόρημα, αλλά δεν σκοπεύω να το κάνω. Θα μπορούσα να πω για παράδειγμα ότι είναι ένα μυθιστόρημα που πολύ δύσκολα θα έγραφε ένας άντρας, αλλά που ευχαρίστως θα διάβαζαν όλοι, άντρες και γυναίκες. Θα μπορούσα να μιλήσω για τη χρονική περίοδο που είναι τοποθετημένη η πλοκή του, μια εποχή με την οποία δεν έχει καταπιαστεί ως τώρα η ελληνική λογοτεχνία. (Εγώ τουλάχιστον δεν έχω διαβάσει κάποιο άλλο μη στρατευμένο αφήγημα με φόντο την αρχή της δεκαετίας του εβδομήντα).
Θα μπορούσα ακόμη να κάνω τις αναφορές μου στο ιδανικό του απόλυτου έρωτα που προκύπτει μέσα από την πλοκή, στις ανατροπές της, στο ότι η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος φέρνει κάποιες φορές στο νου το άρωμα που αναδύουν τα «Τα Ψάθινα καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη ή η ταινία The Fall του Ταρσέμ Σινγκ, ακόμη και η πασίγνωστη «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Κάρολ. Ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δεν σκοπεύω να αναλύσω και θα παραμείνω στα πολύ βασικά.

«Το μέλι το θαλασσινό». Και μόνο ο τίτλος, σου φέρνει στο νου μια αντίθεση: Γλυκό μέλι με αλμύρα της θάλασσας. Όταν αρχίζεις να διαβάζεις, καταλαβαίνεις ότι αυτή η αντίθεση υπάρχει παντού. Υπάρχει στη Δήμητρα για παράδειγμα, τη βασική ηρωίδα. Είναι μόνο δέκα χρονών κι όμως, σε αντίθεση με την ηλικία της, καταλαβαίνει ένα σωρό πράγματα από τον κόσμο των μεγάλων –συχνά μάλιστα, πιο ξεκάθαρα από όσο τα αντιλαμβάνονται οι ενήλικοι.
Αντίθεση υπάρχει και στην αγαπημένη θεία της, την Τετερία, που αν και όμορφη, έξυπνη, καλοσυνάτη, ευωδιαστή, μορφωμένη, έχει ένα αντιφατικά κουτσό πόδι.
Την ίδια αντίθεση συναντάμε και στους γονείς της: Η μαμά της Δήμητρας είναι προοδευτική, ανεξάρτητη, με αριστερές καταβολές, ο μπαμπάς της πιο συμβιβαστικός και όχι τόσο δυναμικός όσο η σύζυγος.
Η ίδια η πλοκή, ενώ ξεδιπλώνει παλιές οικογενειακές αμαρτίες και σύγχρονα δράματα, το κάνει με έναν τρόπο που μόνο τραγικός δεν είναι.
Τέλος, αντίθεση διατρέχει την ίδια τη γραφή: Ακόμη και όταν αφηγείται τα πιο σκοτεινά γεγονότα, τα φωτίζει με απολαυστικές ατάκες από την αφελή σκέψη της δεκάχρονης Δήμητρας, αλλά και με γκρίζα σχόλια της ενήλικης Δήμητρας που κρίνει πια τα τεκταινόμενα από την απόσταση της ωριμότητας.

Όλο το βιβλίο χρησιμοποιεί γραμματοσειρά Century. Όμως τα σχόλια της δεκάχρονης Δήμητρας είναι γραμμένα με πλάγια Times. Η σκέψη της ενήλικης Δήμητρας πάλι, με πλάγια Helvetica. Ο αναγνώστης κάνει πολύ γρήγορα κτήμα του αυτόν τον οπτικό κώδικα, οπότε ακολουθεί με ακρίβεια τα άλματα ανάμεσα στην ουσιαστική αφήγηση και τα σχόλια που τη συνοδεύουν ή ανάμεσα στο δεκάχρονο και το ενήλικο μυαλό. Μέσα σε αυτό το αβίαστο, διαρκές πήγαινε- έλα περιγραφών, πλοκής και ηλικιών, μπλέκονται στιχάκια από το ημερολόγιο και μικρές παρενθέσεις από τα όνειρα της Δήμητρας -που δεν τα βλέπει μόνον όταν κοιμάται. Όλη αυτή η σύνθεση από φως, σκοτάδι και από γκρίζες πινελιές, καταλήγει να δημιουργήσει μια ενιαία λεκτική τοιχογραφία, που πραγματικά απολαμβάνεις από τη μια άκρη ως την άλλη.
Αν στραγγίσει κανείς το βιβλίο από τους χυμούς του και επιχειρήσει μια δημοσιογραφικού τύπου περίληψη, το στόρι ξεκινάει εξαιρετικά απλά: Η Δήμητρα, με τους γονείς της και τον δίδυμο αδελφό της το Μάριο, περνούν, όπως κάθε χρόνο, τις πασχαλινές τους διακοπές στο χωριό του παππού και της γιαγιάς, που είναι ένα είδος τοπικών αρχόντων. Εκεί, ανάμεσα σε άλλους χαρακτήρες, ζει και η ανύπαντρη αδελφή του μπαμπά και αγαπημένη θεία των παιδιών που λέγεται Ελευθερία, αλλά τα παιδιά τη φωνάζουν Τετερία. Η Τετερία είναι κιόλας τριανταεπτά χρονών και ετοιμάζεται για έναν γάμο που είναι σίγουρο ότι δεν θέλει, αλλά που της επιβάλλεται από τα αυστηρά οικογενειακά και κοινωνικά πλαίσια του χωριού.
Άλλη αντίθεση εδώ: Η αστική οικογένεια της Δήμητρας και ειδικά η ίδια, δεν βολεύεται καθόλου σε αυτά τα πλαίσια, δεν τα κατανοεί και δυσκολεύεται να συμπορευτεί με τη λογική των παππούδων και του υπόλοιπου περίγυρου. Στη συνέχεια συμβαίνουν πολλά και αναπάντεχα, όχι μόνο με το γάμο, αλλά και με μια σειρά από άλλα συνταρακτικά. Όμως δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα σας καταστρέψω την απόλαυση του να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
Όλα πάντως τα διηγείται σε πρώτο πρόσωπο η δεκάχρονη Δήμητρα. Μια Δήμητρα ξεροκέφαλη, τετραπέρατη, μαλαγάνα και παμπόνηρη, αλλά ταυτόχρονα άλλο τόσο αθώα, αφελής και ευαίσθητη όσο κάθε παιδί της ηλικίας της.

Η Δήμητρα σπάνια είναι αδιάφορη για τα πρόσωπα που την περιστοιχίζουν. Ή που τα αγαπάει με πάθος ή που τα αντιπαθεί βαθύτατα. Σιχαίνεται το φαγητό και μόλις που βάζει δυο μπουκιές στο στόμα της. Καθόλου παράξενο λοιπόν που είναι αδύνατη και με καλαμένια ποδαράκια. Όταν είναι ταραγμένη (συνήθως όταν ξεφουρνίζει κανένα βολικό ψέμα), προδίδεται από μόνη της αφού δεν ελέγχει τα «σίγμα» της και τα προφέρει σαν « θήτα».
Ακόμη, είναι απίστευτα πεισματάρα και φανατική οπαδός του « ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Στην αρχή ο σκοπός είναι να ικανοποιήσει μόνο την περιέργειά της, αλλά στη συνέχεια μαθαίνει τόσα πολλά και ακατονόμαστα, που, αν θέλει να έχει λόγο και να επηρεάσει τα γεγονότα ( είναι δεδομένο ότι θέλει), απλά δεν γίνεται να μη μάθει τη συνέχεια – και μαζί με αυτήν την μαθαίνει και ο αναγνώστης. Έτσι, το αδύνατο μικροκαμωμένο κοριτσάκι δεν το έχει σε τίποτε να κρύβεται κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας ή πίσω από μια πολυθρόνα για να κρυφακούσει. Ακόμη και να διακινδυνεύσει να γκρεμοτσακιστεί, στήνοντας αυτί έξω από το παράθυρο. Σε όλες αυτές τις σκηνές, η Δήμητρα έχει πολύ περιορισμένη οπτική γωνία, αφού άλλοτε την εμποδίζει το χαμηλό τραπεζομάντιλο και άλλοτε η βελούδινη πλάτη της πολυθρόνας.

Εδώ ανοίγω παρένθεση: ΚΑΙ οι δύο αυτές καταστάσεις δίνουν την ευκαιρία στη Μαίρη Κόντζογλου να γράψει κάποιες από τις πιο εμπνευσμένες σελίδες του μυθιστορήματος: Στην πρώτη, η Δήμητρα περιγράφει και σχολιάζει τα συναισθήματα των ανθρώπων που κρυφακούει, συνταιριάζοντας τα λόγια τους με τις κινήσεις των ποδιών τους, τον βηματισμό τους και βγάζοντας τα συμπεράσματά της από τα παπούτσια τους, αφού μόνον αυτά μπορεί να δει κάτω από το βαρύ τραπεζομάντιλο. Στη δεύτερη περίπτωση η κρυμμένη Δήμητρα, χρησιμοποιεί το βελούδο στην πλάτη της πολυθρόνας σαν μαυροπίνακα, όπου γράφει, ζωγραφίζει και ξανασβήνει, ανάλογα με όσα κρυφακούει.

Όπως κάθε παιδί, η Δήμητρα έχει ένα σωρό απορίες- και δεν είναι μόνο απορίες που σχετίζονται με την εξέλιξη της ιστορίας: Συχνά δεν καταλαβαίνει όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι. Έτσι, στην αφήγησή της παρεμβάλλονται κάθε τόσο τα δικά της ετυμολογικά ερωτηματικά που ξεχειλίζουν από χαριτωμένη αφέλεια, αφού, όταν ακούει μια άγνωστη λέξη προσπαθεί να την ερμηνεύσει πατώντας σε κάποια άλλη που της μοιάζει ηχητικά, αλλά συνήθως δεν έχει καμία νοηματική σχέση. Έχουμε με αυτόν τον τρόπο μια συχνά μπερδεμένη Δήμητρα που αναρωτιέται για παράδειγμα αν η γιαγιά της, που περηφανεύεται ότι «μοσχανάθρεψε τα παιδιά της», εννοεί ότι τελικά τα έκανε μοσχάρια. Όχι σπάνια όμως, οι αυθαίρετες λεκτικές της ερμηνείες καταλήγουν να είναι πιο στοχευμένες από τις πραγματικές.
Άλλες φορές θυμώνει με τον λόγο των μεγάλων, που χρησιμοποιούν σπάνιες και πολύπλοκες εκφράσεις για να τα βγάλουν πέρα στα δύσκολα. Η Δήμητρα τότε επεμβαίνει με ένα δολοφονικό σχόλιο: Όσα οι ενήλικοι πασχίζουν να εκφράσουν μέσα από δαιδαλώδεις περιφράσεις, αυτή τα απλοποιεί με μια απλή, τσεκουράτη φράση, βάζοντας τα πράγματα κατευθείαν στη θέση τους.

Αν το ένα από τα ισχυρά «κλειδιά» της γοητείας αυτού του μυθιστορήματος, είναι η πλοκή του, το άλλο είναι ότι η γραφή του υπερασπίζεται κάθε στιγμή και με κάθε τρόπο την ηλικία της αφηγήτριας:
Το μυαλό της Δήμητρας ξεστρατίζει στα καλά καθούμενα από την ουσία της αφήγησης και παρασύρεται από οτιδήποτε θα μπορούσε να εκτροχιάσει τη σκέψη ενός δεκάχρονου. Για παράδειγμα, ενώ μας μιλάει για τον παράξενο βηματισμό της Τετερίας, εντελώς παρεμπιπτόντως αναρωτιέται πώς αγοράζει παπούτσια η κουτσή της θεία, αν δέχονται να της πουλήσουν μόνο αυτό που της χρειάζεται και , αν όχι, τι κάνει το άλλο παπούτσι. Σε ένα άλλο σημείο, ενώ μας διηγείται μια σκηνή που συμβαίνει στην είσοδο του σπιτιού, θυμάται ξαφνικά να συμπληρώσει ότι το ρόπτρο πάνω στην εξώπορτα έχει το σχήμα ενός παιδικού χεριού. Δεν παραλείπει όμως να δηλώσει ότι αυτό το μεταλλικό παιδικό μέλος της φαίνεται αποτρόπαιο, αφού δεν μπορεί να λύσει την απορία που την καίει «πού να είναι το υπόλοιπο παιδί».


Ακόμη και την ορθογραφία επιστρατεύει για να εκφραστεί. Ο παχουλός μεσήλικας που φέρνει η οικογένεια ως υποψήφιο γαμπρό για τη θεία, έχει άξεστη και μαζί επιτηδευμένη συμπεριφορά. Σιγά που δεν θα συνελάμβαναν αυτά τα ελαττώματα οι ευαίσθητες κεραίες της Δήμητρας!
Τον γράφει λοιπόν κατευθείαν στα πιο μαύρα της κατάστιχα. Από τη στιγμή μάλιστα που μαθαίνει ότι αυτός ο τύπος ήταν παντρεμένος αλλά η γυναίκα του πέθανε, χήρο τον ανεβάζει και χήρο τον κατεβάζει. Μόνο που, αν και γνωρίζει τη διαφορά, γράφει επίτηδες τη λέξη « χήρος» με «όμικρον- γιώτα».
Καμιά φορά, και ειδικά το βράδυ, η αφήγηση διακόπτεται. Όχι γιατί η Δήμητρα δεν καίγεται να μάθει και η ίδια τη συνέχεια των γεγονότων, αλλά επειδή νυστάζει και την παίρνει ο ύπνος. Άλλες φορές, όταν η Δήμητρα, στη ρύμη της αφήγησης αγγίζει κάποιο νέο θέμα, έχει τόσο έντονα την επίγνωση ότι μιλάει στον αναγνώστη, που τον καθησυχάζει. Του υπόσχεται ότι θα επανέλθει πιο διεξοδικά στο θέμα αυτό αργότερα, όταν θα έλθει η σειρά του.
Όχι σπάνια, δίνει στον αναγνώστη και συμβουλές: Του λέει να προσέξει κάτι, να μη δώσει και ιδιαίτερη σημασία σε κάτι άλλο, να μην συγχέει το άλφα με το βήτα γιατί θα μπερδευτεί και πάει λέγοντας. Είναι βέβαιο ότι ο ενήλικος αναγνώστης αποκλείεται να μπερδέψει το άλφα με το βήτα και ότι δεν θα δώσει περισσότερη ή λιγότερη σημασία στο ένα και στο άλλο από όσο πρέπει. Όμως αυτές οι περιττές για έναν ενήλικο υποδείξεις καθρεφτίζουν τον τρόπο που σκέφτεται ένα παιδικό μυαλό και γι’ αυτό, κουβαλάνε ακέραιη τη δροσιά και την αφέλειά του.
Με όλα αυτά, η Μαίρη Κόντζογλου, δεν σε αφήνει ούτε στιγμή να ξεχάσεις ότι η αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι ένα παιδί μόλις δέκα χρονών. Και το κάνει τόσο άμεσα και τόσο απολαυστικά, που καταφέρνει να ανασύρει μνήμες θαμμένες κάτω από αλλεπάλληλες επιχωματώσεις ωριμότητας, που αναδύονται αβίαστα για να σε γυρίσουν στη δική σου παιδική ηλικία.
Να λοιπόν και η υπέρτατη αντίθεση:

Το « Μέλι το θαλασσινό» είναι ένα μυθιστόρημα για μεγάλους, που διαβάζοντάς το, ξαναγίνονται μικροί.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

ΤΙ ΕΙΠΑΝΕ ΓΙΑ "ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ"



8 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ «ΙΑΝΟΣ» στη Θεσσαλονίκη

Παρουσίαση του βιβλίου


Όταν πριν δυο χρόνια, την άνοιξη του 2006, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της Μαίρης, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν «τι θα γίνει αν το βιβλίο δε μ’αρέσει;». Τι κάνω με το χειρόγραφο που μια παλιά, αγαπημένη φίλη μου παραδίδει και περιμένει την άποψή μου;

Ανέλαβα να το διαβάσω με την πρόθεση να είμαι ειλικρινής και αντικειμενική, ανεξάρτητα από τη σχέση μας. Παρ’όλες τις αναστολές που μου δημιουργούσε η κριτική αυτή στάση, το βιβλίο με παρέσυρε. Τίποτα δε μου στερούσε τη γοητεία και τη χαρά της πρώτης ανάγνωσης και όταν το τελείωσα ήμουν πεπεισμένη ότι η φίλη μου είχε γράψει ένα λογοτεχνικό βιβλίο.

Η αγωνία της αφηγήτριας που στον «υπνοξύπνιο της», μυρωδιές την ξαναφέρνουν ανάμεσα στις λεμονιές των παιδικών της χρόνων, η ανάγκη της να θυμηθεί, να ξεφύγει από τη λήθη, την αμνησία, με συγκίνησε.
Το βιβλίο γεννιέται από τη σχεδόν υπνοβατική της απόφαση να καταγράψει τα πάντα, όπως λέει χαρακτηριστικά. Οδηγός για να ξαναμπεί στον κόσμο των παιδικών της χρόνων και για να διηγηθεί την ιστορία θα είναι ένα κοριτσάκι: η Δήμητρα, δέκα χρονώ. Όπως ο Τειρεσίας, ο μάντης που γνωρίζει τα πάντα στην αρχαία τραγωδία, μπαίνει στη σκηνή με οδηγό ένα παιδί, έτσι και η συγγραφέας, αυτή που γνωρίζει την ιστορία, αποφάσισε να τη διηγηθεί μέσα από ένα παιδί.

Το παιδικό βλέμμα τρυπώνει παντού, το παιδικό μυαλό αναρωτιέται για όλα. Καταργεί τα αυτονόητα και αναδεικνύει το παράλογο τους συμπαγούς κόσμου των ενηλίκων. Δηλαδή, το παιδί αυτό που αρνείται συστηματικά να φάει, να καταπιεί αυτά που του προσφέρουν οι μεγάλοι υποχρεωτικά, είναι τελικά ένα πετυχημένο, αφηγηματικό τέχνασμα που βοηθάει τη συγγραφέα να πάρει απόσταση από τα γεγονότα.

Γύρω από το κορίτσι αυτό, που ομολογεί ότι αγαπάει μόνο τις λέξεις, ένας χορός από άλλα πρόσωπα εμφανίζεται σιγά-σιγά. Χαρακτήρες ανάγλυφοι, παίρνουν σάρκα και οστά με τις λέξεις όπως λέει η μικρή, εμπλέκονται σε οικογενειακές, φιλικές και εχθρικές σχέσεις και προικίζονται με παρελθόν, δίνοντας έτσι ευρύτητα και βάθος στη διήγηση.
Μέσα απ’αυτό το παιδί που αποκαλύπτει τις σύνθετες σχέσεις, η συγγραφέας χτίζει σιγά-σιγά και με μαεστρία έναν κόσμο που είναι αυτός του χθες, του μόλις πριν. Χτίζει έναν κόσμο του άλλοτε, του δικού της, που είναι όμως και του δικού μας άλλοτε.

Ο χρόνος του μυθιστορήματος είναι ο παρα-κείμενος χρόνος, δηλαδή αυτός που ξεκινάει από το παρελθόν μας και συνεχίζεται μέχρι σήμερα στη μνήμη μας, για μας, τους ανθρώπους της γενιάς μας. Είναι τα χρόνια της δικτατορίας, τότε που «οι μεγάλοι βρίζαν τη χούντα» χαμηλόφωνα, όπως λέει η συγγραφέας, και νομίζαν ότι δεν τους ακούγαμε.



Ο χώρος του μυθιστορήματος είναι ένα μικρό χωριό στη Β. Ελλάδα, με συνεχείς όμως διαδρομές-αναδρομές στην πόλη. Αυτό το «αλλού», μου άρεσε. Πολλοί από μας, είμαστε από δω, απ’την πόλη, αλλά συγχρόνως είμαστε, ερχόμαστε και απ’αλλού. Ο μισός μας εαυτός στην πόλη. Ο άλλος μισός κάπου αλλού. Ίσως σ’ένα ξεχασμένο χωριό της Ελλάδας.

Με τον τρόπο αυτό η συγγραφέας καταφέρνει να φτιάξει και να παρουσιάσει ένα λογοτεχνικό χρόνο και χώρο. Κατορθώνει να μοιραστεί μαζί μας, χωρίς πολιτικούς ναρκισσισμούς και μάταιες ομφαλοσκοπήσεις, τη μνήμη ενός κόσμου, μιας εποχής που δυσκολεύεται να καταξιωθεί ως μυθιστορηματικό υλικό στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Να επισημάνω επίσης ότι η συγγραφέας έχει την ικανότητα να χειρίζεται τις καταστάσεις με χιούμορ, με πνεύμα. Το χιούμορ είναι μια ιδιότητα, που είναι αρκετά περιφρονημένο στην ελληνική λογοτεχνία.
Και τι εννοώ: Σ’αυτό το βιβλίο γελάει κανείς ή μάλλον χαμογελάει. Η Μαίρη Κόντζογλου κατορθώνει έτσι να ισορροπήσει το τραγικό με το κωμικό στοιχείο, να διηγηθεί ειλικρινά, δίκαια, αλλά και με συγκρατημένη τρυφερότητα, με σεβασμό θα έλεγα, τον κόσμο της εποχής. Το χιούμορ στο βιβλίο αυτό, είναι ένα «κλείσιμο του ματιού» προς τον αναγνώστη, με το οποίο τον κάνει συνένοχο, χωρίς να χρειάζεται να φλυαρήσει. Είναι αυτό που θα λέγαμε σ’έναν φίλο, «κατάλαβες τώρα εσύ, έτσι;». Πράγμα που δημιουργεί μεγάλη οικειότητα.

Ο συγγραφικός λόγος τέλος, καταφέρνει και αναδύει με δεξιοτεχνία το λόγο, τις εκφράσεις της εποχής.
Είναι ένας συγγραφικός λόγος εύστοχος, επεξεργασμένος, αλλά απλός, χωρίς αναχρονισμούς, που ξαναζωντανεύει φράση τη φράση, τα ακούσματα, δηλαδή το ρυθμό και τη μουσική των παιδικών μας χρόνων.

Είναι ένας συγγραφικός λόγος που αναδύει πετυχημένα το λόγο των ενηλίκων, που μας συγκρότησε ή μας διέλυσε όταν ήμασταν παιδιά. . .


Νίκη Παπαηλιάκη
Ιστορικός-Ερευνήτρια
Πανεπιστήμιο Σορβόνης