Παρασκευή 8 Μαΐου 2009

ΤΙ ΕΙΠΑΝΕ ΓΙΑ "ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ"

Χρήστος Διάφας
Επικοινωνιολόγος


ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ

Θα μπορούσα να μιλάω πολύ ώρα για αυτό το μυθιστόρημα, αλλά δεν σκοπεύω να το κάνω. Θα μπορούσα να πω για παράδειγμα ότι είναι ένα μυθιστόρημα που πολύ δύσκολα θα έγραφε ένας άντρας, αλλά που ευχαρίστως θα διάβαζαν όλοι, άντρες και γυναίκες. Θα μπορούσα να μιλήσω για τη χρονική περίοδο που είναι τοποθετημένη η πλοκή του, μια εποχή με την οποία δεν έχει καταπιαστεί ως τώρα η ελληνική λογοτεχνία. (Εγώ τουλάχιστον δεν έχω διαβάσει κάποιο άλλο μη στρατευμένο αφήγημα με φόντο την αρχή της δεκαετίας του εβδομήντα).
Θα μπορούσα ακόμη να κάνω τις αναφορές μου στο ιδανικό του απόλυτου έρωτα που προκύπτει μέσα από την πλοκή, στις ανατροπές της, στο ότι η ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος φέρνει κάποιες φορές στο νου το άρωμα που αναδύουν τα «Τα Ψάθινα καπέλα» της Μαργαρίτας Λυμπεράκη ή η ταινία The Fall του Ταρσέμ Σινγκ, ακόμη και η πασίγνωστη «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Κάρολ. Ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δεν σκοπεύω να αναλύσω και θα παραμείνω στα πολύ βασικά.

«Το μέλι το θαλασσινό». Και μόνο ο τίτλος, σου φέρνει στο νου μια αντίθεση: Γλυκό μέλι με αλμύρα της θάλασσας. Όταν αρχίζεις να διαβάζεις, καταλαβαίνεις ότι αυτή η αντίθεση υπάρχει παντού. Υπάρχει στη Δήμητρα για παράδειγμα, τη βασική ηρωίδα. Είναι μόνο δέκα χρονών κι όμως, σε αντίθεση με την ηλικία της, καταλαβαίνει ένα σωρό πράγματα από τον κόσμο των μεγάλων –συχνά μάλιστα, πιο ξεκάθαρα από όσο τα αντιλαμβάνονται οι ενήλικοι.
Αντίθεση υπάρχει και στην αγαπημένη θεία της, την Τετερία, που αν και όμορφη, έξυπνη, καλοσυνάτη, ευωδιαστή, μορφωμένη, έχει ένα αντιφατικά κουτσό πόδι.
Την ίδια αντίθεση συναντάμε και στους γονείς της: Η μαμά της Δήμητρας είναι προοδευτική, ανεξάρτητη, με αριστερές καταβολές, ο μπαμπάς της πιο συμβιβαστικός και όχι τόσο δυναμικός όσο η σύζυγος.
Η ίδια η πλοκή, ενώ ξεδιπλώνει παλιές οικογενειακές αμαρτίες και σύγχρονα δράματα, το κάνει με έναν τρόπο που μόνο τραγικός δεν είναι.
Τέλος, αντίθεση διατρέχει την ίδια τη γραφή: Ακόμη και όταν αφηγείται τα πιο σκοτεινά γεγονότα, τα φωτίζει με απολαυστικές ατάκες από την αφελή σκέψη της δεκάχρονης Δήμητρας, αλλά και με γκρίζα σχόλια της ενήλικης Δήμητρας που κρίνει πια τα τεκταινόμενα από την απόσταση της ωριμότητας.

Όλο το βιβλίο χρησιμοποιεί γραμματοσειρά Century. Όμως τα σχόλια της δεκάχρονης Δήμητρας είναι γραμμένα με πλάγια Times. Η σκέψη της ενήλικης Δήμητρας πάλι, με πλάγια Helvetica. Ο αναγνώστης κάνει πολύ γρήγορα κτήμα του αυτόν τον οπτικό κώδικα, οπότε ακολουθεί με ακρίβεια τα άλματα ανάμεσα στην ουσιαστική αφήγηση και τα σχόλια που τη συνοδεύουν ή ανάμεσα στο δεκάχρονο και το ενήλικο μυαλό. Μέσα σε αυτό το αβίαστο, διαρκές πήγαινε- έλα περιγραφών, πλοκής και ηλικιών, μπλέκονται στιχάκια από το ημερολόγιο και μικρές παρενθέσεις από τα όνειρα της Δήμητρας -που δεν τα βλέπει μόνον όταν κοιμάται. Όλη αυτή η σύνθεση από φως, σκοτάδι και από γκρίζες πινελιές, καταλήγει να δημιουργήσει μια ενιαία λεκτική τοιχογραφία, που πραγματικά απολαμβάνεις από τη μια άκρη ως την άλλη.
Αν στραγγίσει κανείς το βιβλίο από τους χυμούς του και επιχειρήσει μια δημοσιογραφικού τύπου περίληψη, το στόρι ξεκινάει εξαιρετικά απλά: Η Δήμητρα, με τους γονείς της και τον δίδυμο αδελφό της το Μάριο, περνούν, όπως κάθε χρόνο, τις πασχαλινές τους διακοπές στο χωριό του παππού και της γιαγιάς, που είναι ένα είδος τοπικών αρχόντων. Εκεί, ανάμεσα σε άλλους χαρακτήρες, ζει και η ανύπαντρη αδελφή του μπαμπά και αγαπημένη θεία των παιδιών που λέγεται Ελευθερία, αλλά τα παιδιά τη φωνάζουν Τετερία. Η Τετερία είναι κιόλας τριανταεπτά χρονών και ετοιμάζεται για έναν γάμο που είναι σίγουρο ότι δεν θέλει, αλλά που της επιβάλλεται από τα αυστηρά οικογενειακά και κοινωνικά πλαίσια του χωριού.
Άλλη αντίθεση εδώ: Η αστική οικογένεια της Δήμητρας και ειδικά η ίδια, δεν βολεύεται καθόλου σε αυτά τα πλαίσια, δεν τα κατανοεί και δυσκολεύεται να συμπορευτεί με τη λογική των παππούδων και του υπόλοιπου περίγυρου. Στη συνέχεια συμβαίνουν πολλά και αναπάντεχα, όχι μόνο με το γάμο, αλλά και με μια σειρά από άλλα συνταρακτικά. Όμως δεν θα είμαι εγώ αυτός που θα σας καταστρέψω την απόλαυση του να τα ανακαλύψετε μόνοι σας.
Όλα πάντως τα διηγείται σε πρώτο πρόσωπο η δεκάχρονη Δήμητρα. Μια Δήμητρα ξεροκέφαλη, τετραπέρατη, μαλαγάνα και παμπόνηρη, αλλά ταυτόχρονα άλλο τόσο αθώα, αφελής και ευαίσθητη όσο κάθε παιδί της ηλικίας της.

Η Δήμητρα σπάνια είναι αδιάφορη για τα πρόσωπα που την περιστοιχίζουν. Ή που τα αγαπάει με πάθος ή που τα αντιπαθεί βαθύτατα. Σιχαίνεται το φαγητό και μόλις που βάζει δυο μπουκιές στο στόμα της. Καθόλου παράξενο λοιπόν που είναι αδύνατη και με καλαμένια ποδαράκια. Όταν είναι ταραγμένη (συνήθως όταν ξεφουρνίζει κανένα βολικό ψέμα), προδίδεται από μόνη της αφού δεν ελέγχει τα «σίγμα» της και τα προφέρει σαν « θήτα».
Ακόμη, είναι απίστευτα πεισματάρα και φανατική οπαδός του « ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Στην αρχή ο σκοπός είναι να ικανοποιήσει μόνο την περιέργειά της, αλλά στη συνέχεια μαθαίνει τόσα πολλά και ακατονόμαστα, που, αν θέλει να έχει λόγο και να επηρεάσει τα γεγονότα ( είναι δεδομένο ότι θέλει), απλά δεν γίνεται να μη μάθει τη συνέχεια – και μαζί με αυτήν την μαθαίνει και ο αναγνώστης. Έτσι, το αδύνατο μικροκαμωμένο κοριτσάκι δεν το έχει σε τίποτε να κρύβεται κάτω από το τραπέζι της τραπεζαρίας ή πίσω από μια πολυθρόνα για να κρυφακούσει. Ακόμη και να διακινδυνεύσει να γκρεμοτσακιστεί, στήνοντας αυτί έξω από το παράθυρο. Σε όλες αυτές τις σκηνές, η Δήμητρα έχει πολύ περιορισμένη οπτική γωνία, αφού άλλοτε την εμποδίζει το χαμηλό τραπεζομάντιλο και άλλοτε η βελούδινη πλάτη της πολυθρόνας.

Εδώ ανοίγω παρένθεση: ΚΑΙ οι δύο αυτές καταστάσεις δίνουν την ευκαιρία στη Μαίρη Κόντζογλου να γράψει κάποιες από τις πιο εμπνευσμένες σελίδες του μυθιστορήματος: Στην πρώτη, η Δήμητρα περιγράφει και σχολιάζει τα συναισθήματα των ανθρώπων που κρυφακούει, συνταιριάζοντας τα λόγια τους με τις κινήσεις των ποδιών τους, τον βηματισμό τους και βγάζοντας τα συμπεράσματά της από τα παπούτσια τους, αφού μόνον αυτά μπορεί να δει κάτω από το βαρύ τραπεζομάντιλο. Στη δεύτερη περίπτωση η κρυμμένη Δήμητρα, χρησιμοποιεί το βελούδο στην πλάτη της πολυθρόνας σαν μαυροπίνακα, όπου γράφει, ζωγραφίζει και ξανασβήνει, ανάλογα με όσα κρυφακούει.

Όπως κάθε παιδί, η Δήμητρα έχει ένα σωρό απορίες- και δεν είναι μόνο απορίες που σχετίζονται με την εξέλιξη της ιστορίας: Συχνά δεν καταλαβαίνει όλες τις λέξεις που χρησιμοποιούν οι μεγάλοι. Έτσι, στην αφήγησή της παρεμβάλλονται κάθε τόσο τα δικά της ετυμολογικά ερωτηματικά που ξεχειλίζουν από χαριτωμένη αφέλεια, αφού, όταν ακούει μια άγνωστη λέξη προσπαθεί να την ερμηνεύσει πατώντας σε κάποια άλλη που της μοιάζει ηχητικά, αλλά συνήθως δεν έχει καμία νοηματική σχέση. Έχουμε με αυτόν τον τρόπο μια συχνά μπερδεμένη Δήμητρα που αναρωτιέται για παράδειγμα αν η γιαγιά της, που περηφανεύεται ότι «μοσχανάθρεψε τα παιδιά της», εννοεί ότι τελικά τα έκανε μοσχάρια. Όχι σπάνια όμως, οι αυθαίρετες λεκτικές της ερμηνείες καταλήγουν να είναι πιο στοχευμένες από τις πραγματικές.
Άλλες φορές θυμώνει με τον λόγο των μεγάλων, που χρησιμοποιούν σπάνιες και πολύπλοκες εκφράσεις για να τα βγάλουν πέρα στα δύσκολα. Η Δήμητρα τότε επεμβαίνει με ένα δολοφονικό σχόλιο: Όσα οι ενήλικοι πασχίζουν να εκφράσουν μέσα από δαιδαλώδεις περιφράσεις, αυτή τα απλοποιεί με μια απλή, τσεκουράτη φράση, βάζοντας τα πράγματα κατευθείαν στη θέση τους.

Αν το ένα από τα ισχυρά «κλειδιά» της γοητείας αυτού του μυθιστορήματος, είναι η πλοκή του, το άλλο είναι ότι η γραφή του υπερασπίζεται κάθε στιγμή και με κάθε τρόπο την ηλικία της αφηγήτριας:
Το μυαλό της Δήμητρας ξεστρατίζει στα καλά καθούμενα από την ουσία της αφήγησης και παρασύρεται από οτιδήποτε θα μπορούσε να εκτροχιάσει τη σκέψη ενός δεκάχρονου. Για παράδειγμα, ενώ μας μιλάει για τον παράξενο βηματισμό της Τετερίας, εντελώς παρεμπιπτόντως αναρωτιέται πώς αγοράζει παπούτσια η κουτσή της θεία, αν δέχονται να της πουλήσουν μόνο αυτό που της χρειάζεται και , αν όχι, τι κάνει το άλλο παπούτσι. Σε ένα άλλο σημείο, ενώ μας διηγείται μια σκηνή που συμβαίνει στην είσοδο του σπιτιού, θυμάται ξαφνικά να συμπληρώσει ότι το ρόπτρο πάνω στην εξώπορτα έχει το σχήμα ενός παιδικού χεριού. Δεν παραλείπει όμως να δηλώσει ότι αυτό το μεταλλικό παιδικό μέλος της φαίνεται αποτρόπαιο, αφού δεν μπορεί να λύσει την απορία που την καίει «πού να είναι το υπόλοιπο παιδί».


Ακόμη και την ορθογραφία επιστρατεύει για να εκφραστεί. Ο παχουλός μεσήλικας που φέρνει η οικογένεια ως υποψήφιο γαμπρό για τη θεία, έχει άξεστη και μαζί επιτηδευμένη συμπεριφορά. Σιγά που δεν θα συνελάμβαναν αυτά τα ελαττώματα οι ευαίσθητες κεραίες της Δήμητρας!
Τον γράφει λοιπόν κατευθείαν στα πιο μαύρα της κατάστιχα. Από τη στιγμή μάλιστα που μαθαίνει ότι αυτός ο τύπος ήταν παντρεμένος αλλά η γυναίκα του πέθανε, χήρο τον ανεβάζει και χήρο τον κατεβάζει. Μόνο που, αν και γνωρίζει τη διαφορά, γράφει επίτηδες τη λέξη « χήρος» με «όμικρον- γιώτα».
Καμιά φορά, και ειδικά το βράδυ, η αφήγηση διακόπτεται. Όχι γιατί η Δήμητρα δεν καίγεται να μάθει και η ίδια τη συνέχεια των γεγονότων, αλλά επειδή νυστάζει και την παίρνει ο ύπνος. Άλλες φορές, όταν η Δήμητρα, στη ρύμη της αφήγησης αγγίζει κάποιο νέο θέμα, έχει τόσο έντονα την επίγνωση ότι μιλάει στον αναγνώστη, που τον καθησυχάζει. Του υπόσχεται ότι θα επανέλθει πιο διεξοδικά στο θέμα αυτό αργότερα, όταν θα έλθει η σειρά του.
Όχι σπάνια, δίνει στον αναγνώστη και συμβουλές: Του λέει να προσέξει κάτι, να μη δώσει και ιδιαίτερη σημασία σε κάτι άλλο, να μην συγχέει το άλφα με το βήτα γιατί θα μπερδευτεί και πάει λέγοντας. Είναι βέβαιο ότι ο ενήλικος αναγνώστης αποκλείεται να μπερδέψει το άλφα με το βήτα και ότι δεν θα δώσει περισσότερη ή λιγότερη σημασία στο ένα και στο άλλο από όσο πρέπει. Όμως αυτές οι περιττές για έναν ενήλικο υποδείξεις καθρεφτίζουν τον τρόπο που σκέφτεται ένα παιδικό μυαλό και γι’ αυτό, κουβαλάνε ακέραιη τη δροσιά και την αφέλειά του.
Με όλα αυτά, η Μαίρη Κόντζογλου, δεν σε αφήνει ούτε στιγμή να ξεχάσεις ότι η αφηγήτρια και πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος είναι ένα παιδί μόλις δέκα χρονών. Και το κάνει τόσο άμεσα και τόσο απολαυστικά, που καταφέρνει να ανασύρει μνήμες θαμμένες κάτω από αλλεπάλληλες επιχωματώσεις ωριμότητας, που αναδύονται αβίαστα για να σε γυρίσουν στη δική σου παιδική ηλικία.
Να λοιπόν και η υπέρτατη αντίθεση:

Το « Μέλι το θαλασσινό» είναι ένα μυθιστόρημα για μεγάλους, που διαβάζοντάς το, ξαναγίνονται μικροί.