Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

Τα προξενειά / Απόσπασμα από το άτιτλο (ακόμη) νέο μου βιβλίο

Αυτό είναι ένα απόσπασμα από την τριλογία που έχω γράψει.
Το πρώτο μέρος θα κυκλοφορήσει τα Χριστούγεννα.

Το απόσπασμα που αναρτώ είναι από το ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ, δηλ το βιβλίο που πρόκειται να εκδοθεί σε λίγο.




Έφερε ο αφέντης από τη Σαλονίκη –εκτός από απίστευτες ιστορίες για ξένους στρατιώτες, κανόνια και χοροεσπερίδες- έφερε τόπια τα υφάσματα, πακέτα τα δέρματα, ένα ολόκληρο σεντουκάκι με κοκάλινα κουμπιά, μεταξωτά κορδόνια και σιρίτια, βουτυράτες δαντέλες, φτερά και γουνάκια, χάντρες και αγκράφες. Τ’αράδιασαν στο σαλόνι - βελούδα και τσόχες, μάλλινα και μετάξια, φίνα μπαμπακερά και εξωτικά λινά - τ’αράδιασαν και τα καμάρωναν, απαλά στο χάδι, ίδια με το μάγουλο του μικρού Αλέξανδρου και όμορφα στο μάτι. Υπέροχα χρώματα, βαθιά βυσσινιά, χαρούμενα βερικοκί, απαλά τσαγαλί, καθάρια θαλασσιά, σοβαρά μελιτζανί και κυπαρισσί, καφέ του κάστανου, άσπρα του χιονιού.

Τα χάζευαν τ’αγόρια, χάζευαν και οι παρακόρες, φούσκωνε σαν το παγόνι ο αφέντης, ότι καλύτερο υπήρχε το πήρε για τη θυγατέρα του, τα κοιτούσε με ανάμεικτα συναισθήματα η Βασιλική, είχε κιτρινίσει από τη ζήλια η Πιπίνα. «Θα ξοδεύτηκες πολύ, αφέντη μου...» τόλμησε μόνο να πει, κίτρινη σαν το φλουρί, «δε βαριέσαι» απάντησε, «...μια φορά θα παντρευτεί η κόρη του Αχιλλέα» και η άλλη το βούλωσε, τουλάχιστον να παντρευτεί να ξεκουμπιστεί από κει μέσα, να μείνει μόνη της. Τ’αγόρια μπορούσε να τα κάνει καλά...
Ήρθαν οι καλύτερες μοδίστρες του τόπου στο σπίτι, ανοίξανε τα φιγουρίνια απ’τα Παρίσια και τρόμαξε η Βασιλική από την πολυτέλεια και το λούσο, έτσι ντύνονταν οι γυναίκες στις Ευρώπες; γι’αυτό ήταν τόσο όμορφες και κομψές;
Της πήραν τα μέτρα εντυπωσιασμένες, όλο «τςτστςτς» κάνανε - η μέση δαχτυλίδι, το στήθος πλούσιο, τα πόδια ατέλειωτα, ο λαιμός σαν κύκνος- σχεδίασαν τα χαρτιά, βάλανε τις καρφίτσες στο στόμα και την κλωστή στις βελόνες και άρχισαν να ράβουν και να ράβουν και να ράβουν.

Δώδεκα μερόνυχτα, η μια κοιμόταν, οι δυο στριφώνανε, κόβανε, ράβανε, σιδερώνανε, δεν έσβησε το τζάκι από τη σάλα, δεν δείπνησε κανείς στο μεγάλο τραπέζι –ήταν γεμάτο κλωστές και κουρέλια- οι ψυχοκόρες έψηναν πίτες και σέρβιραν τους καφέδες ασταμάτητα, ο αφέντης έμπαινε σπίτι από την πόρτα της κουζίνας, δεν είχε όρεξη να βλέπει το ανάκατο, η Πιπίνα γκρίνιαζε ασταμάτητα, τέτοια φασαρία αν την είχε φανταστεί, κάλλιο να της τα’φερνε έτοιμα όλα από τα εξωτερικά της θυγατέρας του...
Ράφτηκαν παλτά και κάπες, φουστάνια - το ένα καλύτερο απ’το άλλο- σακάκια, που ήταν η τελευταία λέξη της μόδας, φούστες, όλες με φουρό, υποκάμισα, μπλούζες, γιλέκα, μια ντουζίνα βατιστένιες νυχτικιές και αναρίθμητες αλλαξιές.
Πήραν οι κεντήστρες τα εσώρουχα και τα νυχτικά για να τα κεντήσουν και μέχρι να πουν «τακτοποιηθήκαμε», έφτασαν οι παπουτσήδες, ακόμη και μια καπελού έφερε από την Κοζάνη ο αφέντης για να φτιάξει καπέλα για το κορίτσι –έτσι συνήθιζαν τότε οι πλούσιοι, σε καπέλα μετρούσαν την ευμάρεια της υποψήφιας νύφης- για τρεις μέρες, όσο έπαιρναν τα μέτρα και αποφάσιζαν τα σχέδια, πάλι πήραν φωτιά οι πλάστες, τα φύλλα για τις πίτες ανοίγονταν κάθε μέρα, βγάλανε από την άρμη και τα πρώτα λάχανα, τυλίχτηκαν πράσινοι-πράσινοι οι ντολμάδες.

Παράλληλα, ο αφέντης, με κάθε ευκαιρία, άρχισε να συζητάει στον καφενέ ότι η θυγατέρα του έφτασε σε ηλικία γάμου και φοβάται έτσι όμορφη που είναι μην και του την πλανέψει κανένας παρακατιανός, η Πιπίνα άρχισε να παραθέτει «τέια» -συνήθεια καινουργιοφερμένη στην πόλη. Παρέθετε περήφανη «τέια» στο χειμωνιάτικο δωμάτιο, για όσο η σάλα ήταν κατειλημμένη από τις μοδίστρες, με προσκεκλημένες, στην αρχή, φιλενάδες και συγγένισσες.




«Να, είπαμε να τη σουλουπώσουμε κομματάκι, φτάνει όπου να’ναι η ώρα της και αυτηνής... μη βρεθεί στα ξαφνικά κανείς αρραβωνιάρης και το’χουμε το κορίτσι με τα τσουράπια...». Και, όταν ελευθερώθηκε η σάλα, σε άλλες συμπολίτισσες, με την αφορμή διάφορων γεγονότων που σε άλλη περίπτωση δε θα προκαλούσαν τόσο επίσημα καλέσματα. Τα γενέθλια του Ζήση, επέτειος θανάτου του πεθερού της, για τον καινούργιο χρόνο και πάει λέγοντας.

Όλες οι προσκεκλημένες, συγγένισσες και μη, είδαν από κοντά την υποψήφια νύφης. Εκτός από πρόβες στα φουστάνια, η κοπέλα έκανε πρόβα και στην υποδοχή του κόσμου, στο κέρασμα και στις χαιρετούρες και έμενε στη σάλα ν’ακούσει τις συζητήσεις. Και ενώ της είχε απαγορευτεί ρητά να πάρει μέρος στις κουβέντες, εκτός από τα τετριμμένα –τι ωραίος ο καιρός σήμερα, βαρυχειμωνιά φέτο, κάναμε πενήντα οκάδες τραχανά το φθινόπωρο, τέσσερα ταψιά μπακλαβά τα Χριστούγεννα, τρία βαρέλια λάχανο τουρσί- αρκετές φορές είπε τη γνώμη της, χωρίς να ερωτηθεί βέβαια, πάνω στη συζήτηση που κάνανε οι μεγάλες, είπε τη γνώμη της κάτω από το λυσσασμένο βλέμμα της Πιπίνας που την κατακεραύνωνε όσο μιλούσε, είπε τη γνώμη της κι ας μη συμφωνούσε με τις άλλες, αποσβολώθηκαν μερικές –τι θράσος! να έχει άλλη άποψη από τις μεγάλες- και ύστερα η μητριά, με χαζόγελα και γαλιφιές προσπαθούσε να απαλύνει την εντύπωση. «Η Βασιλική μας κάνει παρέα μόνο με τ’αδέλφια της και εκείνοι της παίρνουν τα μυαλά, αχ, αχ, κακό πράγμα να μην έχεις αδελφή, μόνο μια μάνα....» και έδειχνε τον εαυτό της «.... τι να σου κάνει μια μάνα με τόσα παιδιά... Ποιον να πρωτοσυμβουλέψεις, ποιον να πρωτοδιδάξεις...».
Συμφωνούσαν μπουκωμένες οι άλλες, πράγματι, πράγματι, τι να πρωτοκάνει και αυτή η ηρωίδα η Δέσποινα, έτσι είναι άμα ξεμείνει η γυναίκα, αναγκάζεται να κάνει θυσίες και υποχωρήσεις προκειμένου να παντρευτεί. Και να πεις ότι δεν είχε την προίκα της, δεν ήταν από σόι....
Και οι σκέψεις ξεστράτιζαν, άλλαζαν στόχο και δεν παρατηρούσαν το κορίτσι που έστεκε με κόκκινα μάγουλα και ορκιζόταν από μέσα της ότι, αυτή θα φύγει σύντομα από εκεί μέσα, να πάψει ν’ακούει τη χοντρό-Πιπίνα να παριστάνει τη μάνα της.

Και όσο συνέβαιναν όλα αυτά, οι προξενήτρες δούλευαν παράλληλα για τον ίδιο σκοπό, βούιξε η μικρή τους πόλη, «τέτοια ομορφιά, ούτε ο ήλιος έχει ματαδεί...», το νέο επεκτάθηκε μεγαλοποιημένο και υπερβολικό –όπως γινόταν πάντα σ’αυτές τις περιπτώσεις- και σε παραδιπλανές κωμοπόλεις, «προίκα μεγάλη, ατέλειωτη....», «το κορίτσι δεν έχει βγει ποτέ από το σπίτι....», «η μητριά της τη λατρεύει σαν αληθινή της κόρη, κλαίει και σπαράζει αν θα αποχωριστούν...», ανησύχησαν οι οικογένειες που είχαν γιους της παντρειάς, λες να προλάβουν άλλοι να πάρουν την καλή τη νύφη;
Και η Βασιλική έστεκε ανόρεχτα, βουβός παρατηρητής αυτής της διαδικασίας, από τη μια τα ρούχα που από όμορφα και απαλά υφάσματα μεταμορφώνονταν μέσα απ’τα επιδέξια χέρια σε αριστουργήματα –ακόμα από τις πρόβες κατάλαβε την αλλαγή, άσχετα αν την τσιμπούσαν οι καρφίτσες, το σώμα της έπαιρνε άλλη όψη, άλλη χάρη- και από την άλλη η μητριά της, να καλεί κόσμο όλη την ώρα και το σπίτι να γεμίζει φωνές και μυρωδιές από τις πίτες που ψήνονταν αβέρτα και τα σαραγλιά που δεν προλάβαιναν να σιροπιαστούν και καταναλώνονταν.
Γιατί, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, η Πιπίνα ήταν μαγείρισσα και κυρίως ζαχαροπλάστισσα, από τις λίγες.





Παρατηρούσε την τέχνη της η κοπέλα, αέρινα τα φουσκωτά της χέρια άνοιγαν μεταξωτά φύλλα, τα γέμιζε με αφράτα καρύδια, ζάχαρη, σταφίδες, κανέλα και μήλο, έριχνε από πάνω άλλα φύλλα που περίμεναν καρτερικά κρεμασμένα στο άκρη του τραπεζιού, έστρωνε τις άκρες με δάχτυλα που τώρα της φαίνονταν της Βασιλικής λεπτά και κομψά, έστρωνε τις άκρες, χάραζε την επιφάνεια με γρήγορες και σίγουρες κινήσεις, έμπηγε τα γαρίφαλα και παρέδιδε το ταψί στην παρακόρη –με χίλιες απειλές- να το πάει για ψήσιμο, να το παρακολουθεί, να ρίξει λίγο φρέσκο βούτυρο από πάνω, αν χρειαστεί.

Από τις πρώτες ήδη επισκέψεις έβγαλε η Βασιλική τις φουστάρες και τ’άλλα άχαρα ρούχα που μέχρι τότε της έδινε η Πιπίνα να φοράει, ντύθηκε με ωραία βελούδινα φορέματα, μεταξωτά λευκά πουκάμισα, μεσάτα σακάκια με γούνα στο γιακά, λουστρινένια μποτάκια, καπέλα με τούλι, κεντητά τσαντάκια, έτριψε τα χεράκια της με λεμονόκουπες ν’ασπρίσουν και απαλύνουν –όσο να πεις από δέκα χρονώ μέσ’ τα νερά και τις αλισίβες ήταν...- έγινε άλλος άνθρωπος, σκέτο φιγουρίνι , αλήθεια πού την είχε κρυμμένη τόση ομορφιά;
Έμειναν έκθαμβα τα αδέλφια της, δε χόρταιναν να τη βλέπουν, «σαν τη βασίλισσα είσαι» της είπαν και έδωσαν μαχαιριά στη μητριά που είχε γίνει φάλαινα από το πάχος, άσε που στη δεύτερη εγκυμοσύνη είχε βγάλει και τρίχες και τις ξεπάτωνε στα κρυφά. Σκύλιασε η Πιπίνα «άμα δώσεις μια περιουσία για να ντυθείς, αυτά είναι τα αποτελέσματα...» μονολογούσε, ενώ ήξερε πολύ καλά ότι και τα διπλάσια να’δινε για την ίδια, κανένα αποτέλεσμα δε θα υπήρχε, την έτσουζε και την πονούσε και το οικονομικό, τίποτα δε χαλάλιζε για την Βασιλική, «άντε στα κομμάτια, τα τελευταία έξοδα είναι για αυτήν, να την παντρέψουμε να φύγει από το κεφάλι μας...» παρηγοριόταν.