Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014


Ιούνιος 2004 - Πτήση από Διεθνές Αεροδρόμιο Αθήνας «Ελευθέριος Βενιζέλος» για Καισάρεια Ημέρα 1η – Αναχώρηση Έλσα Κρατάει σφιχτά στις χούφτες της τον κρύο ιδρώτα, να μη σπαταληθεί ο φόβος και πάει χαμένος περνώντας ανάμεσα από τα δάχτυλα, να μείνει εκεί, σ’ αυτά τα χέρια που έχουν χρόνια να αισθανθούν το συγκεκριμένο φόβο. Όπως χρόνια έχουν να αισθανθούν και άλλο πράγματα. Το χάδι, κυρίως. Αισθάνεται το στομάχι να κατεβαίνει στα πόδια, να βολτάρει για λίγο στις πατούσες, στις φτέρνες και στους αστράγαλους και μετά ωωωπ! να έρχεται και πάλι στη θέση του. Ταλαιπωρημένο στομάχι έτσι κι αλλιώς, ώρες, καμιά φορά και μέρες άδειο τα τελευταία χρόνια, έχει λίγους μήνες που δέχεται κανονική τροφή, σε κανονικές ώρες και σε – σχεδόν – κανονικές μερίδες. Κάτω από τα κλειστά μάτια δεν υπάρχουν εικόνες. Μόνο ένα επίμονο μαύρο που η ίδια, από μόνη της, το δημιούργησε έτσι όπως σφίγγει τα βλέφαρα. Λίγα καθίσματα πιο πίσω, κάποιος μιλάει δυνατά, το μήνυμα φτάνει από τα αυτιά στον εγκέφαλό της που, μουδιασμένος και εκείνος, καταλήγει στο συμπέρασμα πως κάποιος από τους δικούς τους θα είναι, λιγοστοί, βλέπεις, οι επιβάτες που δεν ανήκουν σε τούτη την ομάδα. Ένα γέλιο, ύστερα άλλο ένα, το μαύρο κάτω από τα μάτια πιο ζοφερό καθώς τα βλέφαρα σφίγγονται πιο δυνατά – πόση δύναμη μπορούν να έχουν τα βλέφαρα; - , σφίγγονται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διώξουν τους ήχους, λες και ακούει με τα μάτια... Μια ξένη γυναικεία φωνή προσποιείται ανεπιτυχώς πως μαλώνει τους υπόλοιπους, ή έστω όσους αναίσχυντα γελάνε δυνατά και αυτή, ενώ συνειδητοποιεί πως οι παλμοί της τώρα είναι πιο άταχτοι, ακούει μια άλλη φωνή, ανδρική τώρα, κάτι να λέει για σουτζούκια και πιλάφια του Παραδείσου. Τότε όλοι … όλοι; - πώς είναι δυνατό να ξέρει με τα μάτια σφαλιχτά; - τότε όλοι, οι περισσότεροι τέλος πάντων, ξεσπάνε σε γέλια. Το κενό στο στομάχι όσο πάει και μεγαλώνει ενώ τα γέλια επαναλαμβάνονται, το διάφραγμα πιέζει την καρδιά της, θα σπάσει, θα σταματήσει, θα εκραγεί – είναι τόσο σίγουρη γι’ αυτό! Τα χέρια τρέμουν παγωμένα και ο ίδρωτας κυλάει, επιτέλους, ανάμεσα από τα σφιγμένα δάχτυλα. Πανικός. Μία αξιοπρεπέστατη κρίση πανικού. & Τα δευτερόλεπτα συνθέτουν αγκομαχώντας τρομαγμένα λεπτά, το τρεμάμενο ιδρωμένο χέρι ανοίγει στα ψαχουλευτά – εφόσον τα μάτια της συνεχίζουν να είναι κλεισμένα σφιχτά – ανοίγουν τη βαλβίδα του αέρα πάνω από το κεφάλι της, δροσιά, κάποια δροσιά και η καρδιά της συνεχίζει ξέφρενο χορό στους ήχους των καρδιακών παλμών που γεμίζουν ασφυκτικά τα αυτιά της και κάνουν τα τύμπανά τους να πάλλονται λες και τα χτυπάει χέρι δυνατό. Μαζεύει κάποια ξέφτια ψυχραιμίας που τριγυρίζουν αδέσποτα στο σταματημένο της μυαλό και μια φωνή στο βάθος της συνείδησης της υπαγορεύει «Κορίτσι μου; Είσαι καλά; Ανάπνευσε, πάρε βαθιά ανάσα, κορίτσι μου, έτσι μπράβο, κράτα την αναπνοή σου όσο μπορείς, μπράβο, εκπνοή! Πάλι, μαζί, ακολούθα με!». Να προσπαθήσει, πρέπει να προσπαθήσει. Ετοιμάζεται, σφίγγει τα κάτασπρα από τον πανικό χείλη, τα σφίγγει μην και φύγει μόριο αέρα από μέσα τους, βαθιά εισπνοή από τη μύτη .... όλος ο αέρας προς τα κάτω .... τον αισθάνεται να διατρέχει άχρωμος, άοσμος, αβαρής το σώμα της, να φτάνει ως χαμηλά και να εγκλωβίζεται στην κοιλιά της. Μια φλέβα φουσκωμένη – ίδια με γαλάζια αστραπή – χωρίζει το μέτωπο στα δύο και καταλήγει σβήνοντας ανάμεσα στα φρύδια. Φουουουουου! ξεφυσάει από τα μισάνοιχτα χείλη και η φλέβα εξαφανίζεται, ξανά βαθιά εισπνοή... ο αιχμάλωτος αέρας περνάει πάνω από την άκαρπη μήτρα… η φλέβα ξαναπαίρνει θέση στο μέτωπο .... φουουουουου! Κάπως καλύτερα. Ξανά. Βαθιά εισπνοή .... φλέβα... φουουουουου! βαθιά εισπνοή... φουουουουου! ξανά. Πολύ καλύτερα. Ξανά. & Χαλαρώνει λίγο τις χούφτες, το μυαλό αρχίζει να λειτουργεί κάπως – οι λέξεις πρώτα, λίγες και φτωχές αλλά οπωσδήποτε λέξεις με νόημα, κάποιας μορφής λογική, η πληγωμένη μνήμη και μια στραγγαλισμένη φαντασία παίρνουν τις θέσεις τους στον εγκέφαλό της - , εντάξει τώρα, σχεδόν εντάξει, δηλαδή. Μια βαθιά εισπνοή πάλι, όσο πιο βαθιά μπορεί, φουουουου! Καλύτερα. Χαλαρώνει λίγο ακόμη τα δάχτυλα, ανοίγει το ένα μάτι, εκείνο προς την πλευρά του παράθυρου, πάλι βαθιά εισπνοή, πάλι ξεφύσημα δυνατό, η φωνή σταμάτησε μέσα στο κεφάλι της « Κορίτσι μου… πάλι… μαζί… ακολούθα με…». Το επόμενο στάδιο είναι ναυτία που ανεβαίνει με ορμή από το στομάχι που πριν λίγο έκανε βουτιές στους αστράγαλους, ανεβαίνει ως το στόμα, χαζεύει λίγο δόντια, γλώσσα, χαλινό και μια σταφυλή που πάλλεται από την αναπνοή της , αυτό θα μπορούσε να είναι το τέλος του πανικού αν δεν αισθανόταν τόσο λυπημένη, ναυτία στο στομάχι και δάκρυα στα μάτια, ούτε μαζί, ούτε να τον ακολούθησε όπως της ζητούσε τότε , στα ταξίδια τους, όταν εκείνη πάθαινε τις κρίσεις πανικού και την καθοδηγούσε πως να αναπνέει μαζί του, τώρα μόνη, μόνη της πια, ούτε κορίτσι του, ούτε τίποτα. Μόνη, κενή. & Σκουπίζει τον ιδρώτα από τις παλάμες της πάνω στο μπλουτζίν, ανοίγει επιτέλους και τα δυο μάτια, στραβώνεται ευχάριστα από το φως του ήλιου και ξεφυσάει δυνατά. Από ανακούφιση αυτή τη φορά και όχι σαν άσκηση χαλάρωσης. Η φωτεινή επιγραφή «Προσδεθείτε» έχει σβήσει και το αεροπλάνο μάλλον θα έχει πάρει το απαιτούμενο για την πτήση ύψος γιατί δεν αισθάνεται το τόσο απειλητικό του ανέβασμα και το αντίστοιχο κατέβασμα του στομαχιού στα πέλματά της. Όλα δείχνουν πως αυτή θα είναι μια καλή πτήση, κατώφλι του καλοκαιριού και ο ουρανός καταγάλανος χωρίς κόκκο σύννεφου. Μένει για λίγο με το άδειο βλέμμα στυλωμένο στο απέραντο γαλάζιο, εκείνο με το οποίο ονειρεύτηκε πολλές φορές να ντύσει το παιδί του. «Να φύγεις!» της είχε πει μια φορά προσπαθώντας να δείξει ψύχραιμος και κακός – αν ήταν ποτέ δυνατόν, λες και δεν τον ήξερε πόσο καλός ήταν!. «Να φύγεις, εσύ είσαι νέα, θα αγαπήσεις κάποιον άλλο που θα μπορέσει να σου χαρίσει πολλά παιδιά». Δεν έφυγε φυσικά, ούτε μια στιγμή δε σκέφθηκε πως θα μπορούσε ποτέ να λείψει από δίπλα του, να ζήσει μακριά του. Έφυγε όμως εκείνος.