Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

ΤΙ ΕΙΠΑΝΕ ΓΙΑ "ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ"



8 ΙΟΥΛΙΟΥ 2008

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ «ΙΑΝΟΣ» στη Θεσσαλονίκη

Παρουσίαση του βιβλίου


Όταν πριν δυο χρόνια, την άνοιξη του 2006, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο της Μαίρης, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν «τι θα γίνει αν το βιβλίο δε μ’αρέσει;». Τι κάνω με το χειρόγραφο που μια παλιά, αγαπημένη φίλη μου παραδίδει και περιμένει την άποψή μου;

Ανέλαβα να το διαβάσω με την πρόθεση να είμαι ειλικρινής και αντικειμενική, ανεξάρτητα από τη σχέση μας. Παρ’όλες τις αναστολές που μου δημιουργούσε η κριτική αυτή στάση, το βιβλίο με παρέσυρε. Τίποτα δε μου στερούσε τη γοητεία και τη χαρά της πρώτης ανάγνωσης και όταν το τελείωσα ήμουν πεπεισμένη ότι η φίλη μου είχε γράψει ένα λογοτεχνικό βιβλίο.

Η αγωνία της αφηγήτριας που στον «υπνοξύπνιο της», μυρωδιές την ξαναφέρνουν ανάμεσα στις λεμονιές των παιδικών της χρόνων, η ανάγκη της να θυμηθεί, να ξεφύγει από τη λήθη, την αμνησία, με συγκίνησε.
Το βιβλίο γεννιέται από τη σχεδόν υπνοβατική της απόφαση να καταγράψει τα πάντα, όπως λέει χαρακτηριστικά. Οδηγός για να ξαναμπεί στον κόσμο των παιδικών της χρόνων και για να διηγηθεί την ιστορία θα είναι ένα κοριτσάκι: η Δήμητρα, δέκα χρονώ. Όπως ο Τειρεσίας, ο μάντης που γνωρίζει τα πάντα στην αρχαία τραγωδία, μπαίνει στη σκηνή με οδηγό ένα παιδί, έτσι και η συγγραφέας, αυτή που γνωρίζει την ιστορία, αποφάσισε να τη διηγηθεί μέσα από ένα παιδί.

Το παιδικό βλέμμα τρυπώνει παντού, το παιδικό μυαλό αναρωτιέται για όλα. Καταργεί τα αυτονόητα και αναδεικνύει το παράλογο τους συμπαγούς κόσμου των ενηλίκων. Δηλαδή, το παιδί αυτό που αρνείται συστηματικά να φάει, να καταπιεί αυτά που του προσφέρουν οι μεγάλοι υποχρεωτικά, είναι τελικά ένα πετυχημένο, αφηγηματικό τέχνασμα που βοηθάει τη συγγραφέα να πάρει απόσταση από τα γεγονότα.

Γύρω από το κορίτσι αυτό, που ομολογεί ότι αγαπάει μόνο τις λέξεις, ένας χορός από άλλα πρόσωπα εμφανίζεται σιγά-σιγά. Χαρακτήρες ανάγλυφοι, παίρνουν σάρκα και οστά με τις λέξεις όπως λέει η μικρή, εμπλέκονται σε οικογενειακές, φιλικές και εχθρικές σχέσεις και προικίζονται με παρελθόν, δίνοντας έτσι ευρύτητα και βάθος στη διήγηση.
Μέσα απ’αυτό το παιδί που αποκαλύπτει τις σύνθετες σχέσεις, η συγγραφέας χτίζει σιγά-σιγά και με μαεστρία έναν κόσμο που είναι αυτός του χθες, του μόλις πριν. Χτίζει έναν κόσμο του άλλοτε, του δικού της, που είναι όμως και του δικού μας άλλοτε.

Ο χρόνος του μυθιστορήματος είναι ο παρα-κείμενος χρόνος, δηλαδή αυτός που ξεκινάει από το παρελθόν μας και συνεχίζεται μέχρι σήμερα στη μνήμη μας, για μας, τους ανθρώπους της γενιάς μας. Είναι τα χρόνια της δικτατορίας, τότε που «οι μεγάλοι βρίζαν τη χούντα» χαμηλόφωνα, όπως λέει η συγγραφέας, και νομίζαν ότι δεν τους ακούγαμε.



Ο χώρος του μυθιστορήματος είναι ένα μικρό χωριό στη Β. Ελλάδα, με συνεχείς όμως διαδρομές-αναδρομές στην πόλη. Αυτό το «αλλού», μου άρεσε. Πολλοί από μας, είμαστε από δω, απ’την πόλη, αλλά συγχρόνως είμαστε, ερχόμαστε και απ’αλλού. Ο μισός μας εαυτός στην πόλη. Ο άλλος μισός κάπου αλλού. Ίσως σ’ένα ξεχασμένο χωριό της Ελλάδας.

Με τον τρόπο αυτό η συγγραφέας καταφέρνει να φτιάξει και να παρουσιάσει ένα λογοτεχνικό χρόνο και χώρο. Κατορθώνει να μοιραστεί μαζί μας, χωρίς πολιτικούς ναρκισσισμούς και μάταιες ομφαλοσκοπήσεις, τη μνήμη ενός κόσμου, μιας εποχής που δυσκολεύεται να καταξιωθεί ως μυθιστορηματικό υλικό στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

Να επισημάνω επίσης ότι η συγγραφέας έχει την ικανότητα να χειρίζεται τις καταστάσεις με χιούμορ, με πνεύμα. Το χιούμορ είναι μια ιδιότητα, που είναι αρκετά περιφρονημένο στην ελληνική λογοτεχνία.
Και τι εννοώ: Σ’αυτό το βιβλίο γελάει κανείς ή μάλλον χαμογελάει. Η Μαίρη Κόντζογλου κατορθώνει έτσι να ισορροπήσει το τραγικό με το κωμικό στοιχείο, να διηγηθεί ειλικρινά, δίκαια, αλλά και με συγκρατημένη τρυφερότητα, με σεβασμό θα έλεγα, τον κόσμο της εποχής. Το χιούμορ στο βιβλίο αυτό, είναι ένα «κλείσιμο του ματιού» προς τον αναγνώστη, με το οποίο τον κάνει συνένοχο, χωρίς να χρειάζεται να φλυαρήσει. Είναι αυτό που θα λέγαμε σ’έναν φίλο, «κατάλαβες τώρα εσύ, έτσι;». Πράγμα που δημιουργεί μεγάλη οικειότητα.

Ο συγγραφικός λόγος τέλος, καταφέρνει και αναδύει με δεξιοτεχνία το λόγο, τις εκφράσεις της εποχής.
Είναι ένας συγγραφικός λόγος εύστοχος, επεξεργασμένος, αλλά απλός, χωρίς αναχρονισμούς, που ξαναζωντανεύει φράση τη φράση, τα ακούσματα, δηλαδή το ρυθμό και τη μουσική των παιδικών μας χρόνων.

Είναι ένας συγγραφικός λόγος που αναδύει πετυχημένα το λόγο των ενηλίκων, που μας συγκρότησε ή μας διέλυσε όταν ήμασταν παιδιά. . .


Νίκη Παπαηλιάκη
Ιστορικός-Ερευνήτρια
Πανεπιστήμιο Σορβόνης