Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Σεπτέμβρης της Θεσσαλονίκης

Σκεφτόμουν σήμερα, καθώς το πρώτο φθινοπωρινό αεράκι - Βαρδάρη τον λέμε εμείς εδώ και είναι το φετίχ, το καμάρι και ο λυτρωτής μας από τη ζέστη, το καυσαέριο και την υγρασία- μου ανακάτευε τα μαλλιά (κομμένα «αγορέ» είναι, αλλά ας μην το κάνουμε και θέμα...), σκεφτόμουν γιατί αγαπώ τόσο πολύ αυτόν τον μήνα, γιατί έμαθα να τον αγαπώ ας λέω καλύτερα.
«Ο Σεπτέμβρης είναι ο μήνας της Θεσσαλονίκης» άκουγα από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, μια φράση που δε σήκωνε αμφισβήτηση, διαπραγμάτευση ή έστω συζήτηση, το άκουγα από τους γονείς μου, κυρίως τη μάνα μου –φανατική, αμετανόητη Θεσσαλονικιά-, το άκουγα στον κοινωνικό μας περίγυρο, αργότερα και στο σχολείο, αλλά το άκουγα και από άλλους ξένους προς εμένα, αλλά και προς την πόλη μου. Το λέγανε στις εφημερίδες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση αργότερα.

Ερχόταν ο Σεπτέμβρης στη Θεσσαλονίκη και ήταν ο μήνας αυτός τότε, η Αρχή σπουδαίων πραγμάτων. Και όχι όπως τώρα που είναι μόνο το τέλος μιας σπουδαίας εποχής, δηλαδή το τέλος του καλοκαιριού.

Πρώτα απ’όλα τον Σεπτέμβρη άλλαζε χρώμα η θάλασσά μας, ο Θερμαϊκός, γλύκαινε το μπλε χρώμα της (ω ναι, τότε ήταν μπλε η θάλασσα ακόμη και μέσα στο λιμάνι), άλλαζε φορά ο αέρας και παύανε οι «νοτιάδες» που φέρνανε εκτός από ζέστη, εκείνη τη βαρειά υγρασία. Φύσαγε –καλή ο ώρα- ο Βαρδαράκος μας, έπαυε να είναι διάφανος ο ουρανός από τη ζέστη και ξαναγινόταν γαλάζιος, καθάριζε η ατμόσφαιρα και καμαρώναμε το βουνό των θεών απέναντι, «πω,πω χιόνι που έχει ακόμα ο Όλυμπος» θαυμάζαμε απορημένα τα παιδιά, ασύλληπτο να βλέπουμε –έστω και από αυτήν την απόσταση- χιόνι, τέτοια εποχή.

Περνούσαμε έξω από το σχολείο μας και βλέπαμε τον επιστάτη να καθαρίζει τα τζάμια και να ξεχορταριάζει την αυλή, να ασβεστώνει τα σκαλιά και να βάφει άσπρο και γαλάζιο τον ιστό της σημαίας, που θα κυμάτιζε σε λίγες μέρες μέσα σ’ένα παράφωνο «σε γνωρίζω από την όψη», που θα τραγουδιόταν από εκατόν πενήντα και βάλε, παιδικές φωνές.

Η πίκρα του σχολείου, γιατί πίκρα ήταν όσο καλή μαθήτρια κι αν ήσουν, όσο κι αν «αγαπούσες τα γράμματα» -ίδιο είναι να παίζεις όλη μέρα, με το να παίζεις τη μισή;- , η πίκρα αυτή που είχε τη γεύση του τελευταίου καλοκαιρινού παγωτού και του παραγινωμένου καρπουζιού, μίκραινε κάπως, γλύκαινε, ίσως και να εξαφανιζόταν με την προσμονή της συνάντησης των συμμαθητών και των ξέφρενων παιχνιδιών στη σχολική αυλή. Και λέω «ξέφρενων» γιατί έτσι μου λέγανε τότε, κάθε φορά που γύριζα με ματωμένα γόνατα και σκισμένη ποδιά –αχ η ποδίτσα μου...- στο σπίτι, μου’λεγε η μάνα μου «γιατί τρέχεις ξέφρενα, παιδάκι μου;» ή «εμ, έτσι ξέφρενα πού τρέχεις, τι περίμενες ότι δε θα έπεφτες;». Και να, τα ιώδια και τα οξιζενέ, μαζί με την απειλή ότι θα μεγαλώσω και θα έχω σημάδια στο γόνατα, άρα πώς θα γίνει να φοράω μίνι φούστα;
( Αυτό, για όσους θυμούνται τη σκηνή στο ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ...).

Αλλά και η αγορά καινούργιας κασετίνας, μολυβιών και τετραδίων, ακόμη και αυτά ήταν αρκετά να μας παρηγορήσουν, να μειώσουν την πίκρα του αποχωρισμού από τους καλοκαιρινούς φίλους.




Σχετικά δε με την αγορά καινούργιας τσάντας, έχω να προσθέσω πώς, σαν δεύτερο παιδί της οικογένειας, ο στόχος των γονιών μας ήταν να «κληρονομήσω» την τσάντα του αδελφού μου, αν ήταν σε καλή κατάσταση. Επειδή όμως και εκείνος ήταν μεγάλο τρελοκομείο, δηλαδή έπαιζε πολύ πιο «ξέφρενα» από εμένα –ένα σπασμένο χέρι, κατ’έτος, ήταν μέσα στον στάνταρτ εξοπλισμό του- , συνήθως η τσάντα έφτανε σμπαραλιασμένη στο σπίτι τον Ιούνιο και έτσι τον Σεπτέμβρη οδεύαμε για την αγορά καινούργιας. Τσάντα, τσαντένια, με λουράκια και τόκες, από δέρμα που συχνά βρομούσε (το γουρούνι, βλέπετε...), χωρίς ιμάντες για να κρεμιέται στην πλάτη, ή ροδάκια για να τη σέρνεις, χωρίς παγουρίνο, φωτάκια, στρας ή μπάρμπι. Τσάντα, τσαντένια...

Ύστερα –ή μήπως συγχρόνως;- ήταν η Έκθεση. Η δική μας Έκθεση, ούτε «διεθνής», ούτε «ΔΕΘ», ούτε μεγάλη, ούτε μικρή. Η Έκθεσή ΜΑΣ.
Εκεί που θα πηγαίναμε τουλάχιστον τρεις φορές. Μια με τους γονείς μας, μια με τη γιαγιά μας και μια με όποιον άντεχε -γείτονας, θείος, νονά- όποιος είχε τον ηρωισμό, μαζί με τα δικά του παιδιά να πάρει και εμάς. Και να δεις που τότε υπήρχαν ήρωες...
Από μέρες πριν βλέπαμε τις ετοιμασίες μέσα στην Έκθεση και αδημονούσαμε, ξέραμε ότι εκεί θα περνούσαμε καλά, Εκεί μέσα γινόταν ΤΑ πράγματα και ΤΑ θαύματα.
Πρώτα απ’όλα είχε το λούνα πάρκ. Το μοναδικό στην πόλη επί σειρά δεκαετιών, αν είχες λίγη σοβαρότητα και δεν ονόμαζες «λούνα πάρκ», κάτι ξεχαρβαλωμένες κούνιες –βαρκούλες κατά προτίμηση- που υπήρχαν στην παραλία κοντά στο Λευκό Πύργο ή σε ορισμένα άλλα σημεία. Μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Στην Έκθεση όμως στηνόταν ένα τεράάάάστιο λούνα πάρκ, περίπου του μεγέθους και της αξίας της Disneyland, με τα σημερινά δεδομένα. Και τα σημερινά μυαλά, βέβαια. Γιατί τη Disneyland τότε δεν τη γνωρίζαμε – αν και από μια πρόχειρη έρευνα που μόλις τώρα έκανα στο google, λειτουργούσε από το 1955, δηλαδή ποοοοολύύύύύ πριν γεννηθώ εγώ. Δεν τη γνωρίζαμε, άρα πώς να αξιολογήσουμε μέγεθος και αξία;

Στη δική μας, την κατα-δική μας Disneyland των παιδικών μας χρόνων, είχε κούνιες πολλών ειδών. Για μικρούς και μεγάλους.
Είχε «τα συγκρουόμενα», μικρά αυτοκινητάκια θαρρείς φτιαγμένα στα μέτρα μας, με έντονα χρώματα, ταιριαστά με τα χρωματιστά, τα πολύχρωμά μας όνειρα. Και αργοκίνητα συγχρόνως (τα αυτοκινητάκια, γιατί τα όνειρα μας πήγαιναν με 1.000). Όπως αργοκίνητες και ατέλειωτες είναι οι μέρες, είναι τα καλοκαίρια, είναι η ζωή η ίδια όταν είσαι παιδί.
Είχε ταχυδακτυλουργούς και μάγους, νάνους και γίγαντες, σχοινοβάτες και ακροβάτες, μαγικούς καθρέφτες και γυάλινες σφαίρες. Όλοι ντυμένοι στα γυαλιστερά, στα κεντημένα με πούλιες ρούχα, με μάγουλα εμφανώς βαμμένα σε έντονο ροζ, με ψεύτικες βλεφαρίδες και υπέρογκους κότσους, μικροσκοπικά φορμάκια-μαγιό και διχτυωτά καλσόν με θηλιές. Που ξέφευγαν από τις βιαστικές βελονιές που μάταια προσπαθούσαν να τους κόψουν το δρόμο, ξέφευγαν και διέσχιζαν τα πόδια. Άλλοτε καλλίγραμμα, άλλοτε με εμφανή φλεβίτη.
Εκεί ήταν και ο «Γύρος του θανάτου». Εξτρίμ σπορ και θέαμα της εποχής, τότε που η λέξη «εξτρίμ» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο και οι μηχανές δε δήλωναν οπωσδήποτε lifestyle, πιο πολύ είδος ανάγκης ήταν, αφού δεν μπορούσαμε να έχουμε αυτοκίνητο, είχαμε μηχανή.






Βέβαια, μπορεί και να μη τα θυμάμαι καλά, μπορεί να επηρεάζομαι –σίγουρα, επηρεάζομαι...- από τη δική μας οικογένεια, ο δικός μας πατέρας οδηγούσε μηχανή, όχι από χόμπι ή από «... μια τάση αναζήτησης της ελευθερίας ....», από ανάγκη οδηγούσε ο άνθρωπος, να πάει στη δουλειά του, να βγάλει το μεροκάματο. Και μόλις έπιασε δυο-τρεις παράδες επιπλέον, πήρε μηχανή με καλάθι –θα το διηγηθώ αυτό άλλη φορά- , έβαζε και εμάς μέσα, τον αδελφό μου και εμένα δηλαδή, η μαμά από πίσω του με «ψαράδικο» -έτσι λέγανε τα «κάπρι» τότε- παντελόνι, μαντίλα στα μαλλιά και γυαλιά ηλίου. Α ρε μάνα, σφύριζες τότε, αλλά ποιος να σου το πει, ποιος να μας το πει και μας...

Επανέρχομαι, γιατί την έχω την τάση να ξεφεύγω (γενικώς). Στην Έκθεση τότε, ήταν οι μοναδικές φορές που βλέπαμε πυροτεχνήματα. Ναι, πυροτεχνήματα, αυτά που τώρα τα πετάνε, ανάβουν, εκσφενδονίζουν (δε ξέρω ποια είναι η σωστή λέξη για ένα σωστό πυροτέχνημα), αυτά τέλος πάντων που τώρα τα πετάνε (έτσι μ’αρέσει, τελικά) στον ουρανό με κάθε ευκαιρία. Έναρξη –λήξη αγώνων (άντε, κομμάτια να γίνει), γάμος (τι χαρά κι αυτή!), βάφτιση (δε λυπούνται τα μωρά που τρομάζουν;), αρραβώνες (φυσικά και γίνονται ακόμη, τα ήθη και τα έθιμα, όταν πρόκειται για χαζομάρες, καλά κρατούν), πάρτι (αλίμονο, να μην κάψουμε και ένα δασάκι προς τιμή του βλαστού μας, του έρωτά μας, της επετείου μας, της επιτυχίας μας να διοριστούμε στο Δημόσιο;).
Πρόσφατα άκουσα κάποια να λέει, «αν πάρω το διαζύγιο, θα ρίξω…» - ιδού η λέξη λοιπόν!- «αν πάρω το διαζύγιο, θα ρίξω πυροτεχνήματα!». Αδιευκρίνιστο αν είχε ρίξει και στο γάμο της…

Εκεί λοιπόν, στην Έκθεση (μ’αρέσει η αυτοπειθαρχία μου, μόνη μου συμμαζεύομαι, κανείς δε μου λέει τίποτα), βλέπαμε τα πυροτεχνήματα, με ανοιχτό το στόμα και κάναμε «ααααααααααααααααα». Το πιο ωραίο «αααααααααααααααα» της ζωής μου, γιατί ήταν αθώο και γεμάτο αληθινή, γνήσια, ανόθευτη έκπληξη.
Κάθε σπινθήρας και ένα «α». Κάθε σχέδιο και ένα άλλο «α». Κάθε υπέροχο σχήμα στο σκοτεινό ουρανό, ένα ατέλειωτο «ααααααααααααααααααα».

Και το γλέντι τέλειωνε πάντα με ένα πλήρως απενοχοποιημένο σάντουιτς με λουκάνικο, ούτε hot dog, ούτε υπόνοιες χοληστερίνης, ούτε τρόμος θερμίδων. Και δυο γουλιές μαύρης, πικρής μπίρας στεφανωμένης από έναν πηχτό αφρό, από το ποτήρι του μπαμπά μας. Και άλλες δυο από της μαμάς μας. Καμιά φορά, επιτρεπόταν και η επανάληψη. Αλλά σπανίως.
Και έτσι, χορτάτοι από εντυπώσεις και γκρινιάζοντας γιατί θέλαμε να μείνουμε κι άλλο, να ανεβούμε και σε άλλες παιχνίδια, να φάμε κι άλλο σάντουιτς με λουκάνικο, να μπούμε και σε άλλα περίπτερα, φεύγαμε σχεδιάζοντας την επόμενη επίσκεψη μας. Εκείνου του χρόνου ή του άλλου. Δεν είχε σημασία. Ο άλλος χρόνος, ο επόμενος, θα ερχόταν στα σίγουρα. Ποτέ δεν αμφιβάλλαμε γι’αυτό.

Παράλληλα με την Έκθεση όμως, γινόταν και το Φεστιβάλ Τραγουδιού. Το πιο λαμπερό γεγονός της πόλης μας. Θεσσαλονίκη της μελωδίας, των μεγάλων συνθετών, των διάσημων τραγουδιστών, των μουσικών με τα μαύρα κοστούμια και τα παπιγιόν. Θεσσαλονίκη του ΄Αλκη Στέα, «φίλοι μου αγαπημένοι!», της Νάντιας Κωνσταντοπούλου και των βιολιών του Τάκη Μωράκη, της Άντζελες Ζήλιας και του Γιάννη Βογιατζή.
Ήταν και του Μάνου Χατζιδάκι το Φεστιβάλ, αλλά ήταν πιο παλιά δε θυμάμαι, ή θα ήμουν πολύ μικρή, ή δε θα’χα γεννηθεί ακόμη.




Ακούγαμε μαζεμένοι όλοι γύρω από το ραδιόφωνο και κρεμόμασταν από τα χείλη του «φίλοι μου αγαπημένοι!», εκφράζαμε γνώμες, λέγαμε προγνωστικά, ποιο θα βγει πρώτο, ποιος θα πάρει το βραβείο ερμηνείας. Γιατί τότε, ένα τραγούδι το έλεγαν δυο (καταξιωμένοι) τραγουδιστές, δε μασούσαν, συναγωνίζονταν ποιος θα κάνει την καλύτερη ερμηνεία.
Και κάπου εκεί προς το τέλος, λίγο πριν την ανακοίνωση των βραβείων, με την αγωνία στο κόκκινο, κάπου εκεί μ’έπαιρνε ο ύπνος στην αγκαλιά του μπαμπά μου και μόλις με έβαζε ή με έσερνε στο κρεβάτι μου (αναλόγως από το πόσο είχα ψηλώσει, άρα μεγαλώσει), άνοιγα τα μάτια και τον όρκιζα μόλις θα βγούνε τα αποτελέσματα, να έρθει να μου τα ανακοινώσει.
Ήρθε, δεν ήρθε να με ξυπνήσει, δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως πόσο βαθύς, άπατος και ατέλειωτος είναι ο παιδικός ύπνος.


Μετά τη μουσική, ερχόταν ο κινηματογράφος.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης ξεκινούσε προς τα τέλη του Σεπτέμβρη και τότε γέμιζε η πόλη μας από ανθρώπους διαφορετικά ντυμένους, με κασκόλ μέσ’το φθινόπωρο (ενώ ήταν ένα αξεσουάρ αυστηρά χειμωνιάτικο), με μπερέδες και μούσια. Και με γυναίκα λαμπερές και πανέμορφες, που κατέβαιναν από αστραφτερά μαύρα αυτοκίνητα και χαμογελούσαν πλατιά στον κόσμο, σε μας που είμαστε στημένοι στο παρκάκι απέναντι από την αίθουσα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών. Θυμάμαι σαν σε όνειρο τη Μάρω Κοντού, την Έλενα Ναθαναήλ, τον Νίκο Κούρκουλο , τον Τζέιμς Πάρις.
Ποτέ δε θα ξεχάσω τον πατέρα μου να διαβάζει στην εφημερίδα για το «Μπλόκο», μια ταινία, «έργο» το λέγαμε τότε, που αναφερόταν στους δοσίλογους της γερμανικής κατοχής, για την «Βαβυλωνία» ή για την τολμηρή για τα ήθη της εποχής «Ντάμα Σπαθί». Έργα, ταινίες δηλαδή που φρόντισα να τα δω όλα όταν μεγάλωσα, γιατί είχαν «στοιχειώσει» την παιδική μου ηλικία.

Έκλεινε ο Σεπτέμβρης γλυκά στη Θεσσαλονίκη, έτσι όπως άνοιγε, αλλά άφηνε την πόλη μας γκαστρωμένη με τον σπόρο του πολιτισμού.
Ενός πολιτισμού δημιουργικού, προβληματισμένου και έντονα πολιτικοποιημένου.
Η Θεσσαλονίκη τότε γεννούσε πολιτισμό, τώρα γεννάει γκρίνια και θλίψη.
Μαίες αυτού του αρρωστημένου τοκετού, όλοι αυτοί που έρχονται και εξαγγέλλουν κάθε χρόνο πράγματα και θαύματα, που καμιά σχέση δεν έχουν με εκείνα της Έκθεσης των παιδικών μας χρόνων. Ούτε μελωδικές είναι οι φωνές τους όπως εκείνες που ακουγόταν στο Παλέ ντε Σπορ, ούτε όνειρα μας αφήνουν να κάνουμε, όπως τότε με τις ταινίες του φεστιβάλ.

Η Θεσσαλονίκη έχει γίνει μια γκρινιάρα σπιτονοικοκυρά που μουρμουρίζει συνέχεια στον νοικάρη της, στον Σεπτέμβρη, να τα μαζεύει και να φεύγει γρήγορα, να μην μποτιλιάρουν πια οι δρόμοι της (αφού τα έργα σέρνονται στην επιφάνειά της) και να μη γίνεται σπατάλη μέσα στη δική της Έκθεση που όσο πάει και φθίνει και μόνο με τους κρατικούς φορείς παίρνει ανάσες πριν να ξεψυχήσει.

Ο Σεπτέμβρης δεν είναι πια το χαϊδεμένο παιδί της Θεσσαλονίκης, παρά μόνο στις αναμνήσεις κάποιων. Μακάρι και στις ελπίδες μας.


(τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στη γράφουσα, Μαίρη Κόντζογλου)