Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ - παρουσίαση στην Αθήνα २३/१/12

Η ομιλία της συγγραφέα Νοέλ Μπάξερ στην παρουσίαση των ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Σε ένα πεζούλι, στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, συναντιούνται 5 χρυσοί σταυροί μετά από ένα μακρύ ταξίδι 2.092 σελίδων. Σε άλλους συγγενικούς λαιμούς κρεμασμένοι και διαφορετικό φορτίο κουβαλώντας ο κάθε σταυρός. Ολοκλήρωσαν την αποστολή τους. Που ήταν να μην χαθούν πέντε αδέλφια.

«Οι Μεσημβρινοί της ζωής» ξεκινούν με «τρεις κουταλιές ζάχαρη». Οι δύο γυναίκες κεντρικές ηρωίδες έχοντας πια φτάσει στην ηλικία της δύσης αφήνουν το φως του δειλινού της Θεσσαλονίκης να μπει στο δωμάτιο όπου πίνουν το τσάι τους κουβεντιάζοντας και νοσταλγώντας - απορώντας και συγχωρώντας. Πατάνε πλέον στη «Γη της αγάπης» και τους επιτρέπεται να αγαπούν ελεύθερες. Λευτερωμένες από τις τρικλοποδιές και τα σκαρώματα μιας ταραγμένης, άτακτης, ζωής που είχε τη διάθεση να παίξει. Μπαινοβγαίνοντας στην Ιστορία, στα σπαρακτικά ιστορικά γεγονότα του 20ου αιώνα, η ζωή έπαιρνε κάθε φορά και εμφάνιζε κι από μία νέα αιτία πόνου αλλά και ελπίδας, ηρωισμού και προδοσίας, δράματος και χλευασμού, καλοσύνης και κακίας, θυσίας και αναισθησίας, ταπεινότητας και αλαζονείας, υπέρβασης και καταποντισμού. Πλάσματα οι ήρωες του βιβλίου που ταξίδεψαν στα φεγγάρια και στους ήλιους, της αλήθειας και του έρωτα, πάνω στο καρυδότσουφλο της Ιστορίας. Για να καταλήξουν στη γη της επαγγελίας, στην Αγάπη. Όχι όλοι. Χάθηκαν κάμποσοι στο ταξίδι.

Οι 5 χρυσοί σταυροί, ισάριθμες χρυσές αφορμές για μεγάλες ιστορίες. Δεν είναι μόνο πέντε οι ιστορίες. Πρόκειται για ένα από τα πιο πολυπρόσωπα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων ετών. Υπερβαίνουν τα πενήντα τα πρόσωπα που θα γνωρίσει ο αναγνώστης. Είναι δύο πολυμελείς οικογένειες συν το περιβάλλον τους συν όσους η άτακτη ζωή έφερνε στο δρόμο τους σε έναν μακρύ αιώνα.

Κάθε ήρωας του βιβλίου θα δει το φως του προβολέα να πέφτει επάνω του καλώντας τον να βγει μπροστά και να αφηγηθεί τη δική του συμμετοχή, διηγούμενος το ατομικό του ταξίδι στους Μεσημβρινούς της ζωής. Η συγγραφέας θα τον καλέσει στο βήμα και θα ανοίξει το μικρόφωνο για να τον ακούσουμε οι αναγνώστες. Κι άμα έχει κάτι καλό να πει, θα του χαρίσει ένα δικό του κεφάλαιο. Αλλιώς, μια εμφάνιση της σκέψης του, ένα ξεδίπλωμα της ψυχής του, έστω ένα διάλογο.

Ο αναγνώστης έχει, λοιπόν, την ευκαιρία και παρακολουθεί διαφορετικές ανθρώπινες ιστορίες βρισκόμενος παράλληλα σε πολλούς τόπους (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Μυτιλήνη, Θεσ/νίκη, Σαμαρίνα, Κλεισούρα, Νέα Υόρκη) και σε πολλές καρδιές (στην καρδιά του προδότη, στην καρδιά της μάνας, στην καρδιά του ερωτοχτυπημένου κλπ). Με ευκολία μπαινοβγαίνει στα διαφορετικά μέρη χάρη στην άνεση της αφήγησης. Ο λόγος έχει την ανεμπόδιστη ροή του τρεχούμενου νερού, δεν συναντάει ο αναγνώστης γλωσσικά ή νοηματικά εμπόδια. Ρέει ομαλός και χρωματίζεται, όπως τα νερά, από το φως της σκηνής που περιγράφεται και το υλικό που έχει συγκεντρωθεί στον βυθό.

Συχνά ο λόγος γίνεται ποιητικός. Δεν αναφέρομαι τόσο στις ποιητικές περιγραφές της φύσης όσο στην προσέγγιση του ανθρώπινου πόνου με την ευγένεια των ποιητών. Στην τελευταία φράση που καλείται να κλείσει μια ενότητα, εκεί είναι που απρόσμενα ο λόγος έχει περισσή ευγένεια, τρυφερότητα και ποιητική διάθεση, ενώ δεν λείπουν από το κείμενο οι χιουμοριστικές αναφορές που μας θυμίζουν την Μαίρη Κόντζογλου του «Περπάτα με τον άγγελό σου» και «Μέλι το θαλασσινό».

Μιλώντας για την αφήγηση, ας πούμε και αυτό για όσους δεν έχετε διαβάσει κανένα από τα τρία βιβλία της τριλογίας: Η αφήγηση είναι σπασμένη σε αυτόνομα κεφάλαια. Αυτό ξεκουράζει τον τρεχούμενο λόγο που είπα πριν. Όμως πιο σημαντικό από την ανάπαυση είναι κατά τη γνώμη μου πως με τα κεφάλαια η συγγραφέας δείχνει πως σέβεται τον χώρο του κάθε ήρωά της. Επιπρόσθετα μάλιστα, με φροντίδα έχει βάλει σε κάθε κεφάλαιο το στέγαστρο μιας επικεφαλίδας. Η επικεφαλίδα λειτουργεί ως τίτλος στο συγκεκριμένο επεισόδιο της ζωής του ήρωα σαν να επρόκειτο για ανεξάρτητο βιβλίο, όμως τίποτα ανεξάρτητο δεν υπάρχει, τα πάντα είναι δεμένα μεταξύ τους με τα σχοινιά των συμπτώσεων και της μοίρας. Όλα συνδέονται και, αν αυτό δεν είναι ορατό εκείνη την στιγμή, θα φανεί στην συνέχεια. Για τον σκοπό αυτό, οι χρυσοί σταυροί χρησιμοποιούνται ως τα φωτεινά σημάδια που μας δείχνουν τον δρόμο. Μας θυμίζουν να μην χαθούμε σε μια ιστορία που την ανακάτεψε η ζωή και μοχθούν οι άνθρωποι να τακτοποιήσουν.

Οι παιδικοί σταυροί είναι ένα θαυμάσιο εύρημα.

Η δράση κινείται σε δύο περιοχές, στο ημισφαίριο της Βασιλικής και στο ημισφαίριο της Ιλαρίας, ας το πούμε έτσι, με ζωές που σταματούν και ξαναξεκινούν από το σημείο που τις αφήσαμε ή λίγο πιο ύστερα σαν να μεσολάβησε χρόνος που θα τον προλάβουμε οι αναγνώστες, δεν πειράζει. Αυτός ο μηχανισμός γραφής με διακοπές και επανεκκίνηση είναι που προσέδωσε στα μυθιστορήματα της τριλογίας παλμό. Έχουν τον ρυθμό του βηματισμού του περιπατητή.

Η διακοπή και η επανεκκίνηση, βέβαια, χαρίζει στην τριλογία και κάτι ακόμα: …Σασπένς! Ο αναγνώστης περιμένει με αγωνία την επανεμφάνιση του ήρωα, για να συνεχιστεί η ιστορία και να εξελιχθεί η δράση. Θέλει να δει την εξέλιξη του γεγονότος. Η αλυσίδα δράση-αντίδραση-δράση-αντίδραση όμως που θα συναντήσει είναι διπλή. Διπλοπλεγμένη. Του την έπλεξε διπλή η Κόντζογλου επίτηδες. Έτσι, δεν αφορά μόνο σε έναν ήρωα, πώς οι αποφάσεις ή οι πράξεις του καθενός οδηγούν σε νέα γεγονότα, αλλά επηρεάζουν ταυτόχρονα και άλλους ήρωες του βιβλίου ...ακόμη κι αν κατοικούν σε άλλον Μεσημβρινό. Συχνά μάλιστα το αγνοούν οι ήρωες του βιβλίου αλλά το γνωρίζουμε εμείς οι αναγνώστες κι αυτό μας κάνει να γευόμαστε τα συναισθήματα των ηρώων πιο έντονα, πιο βαθιά, πιο περίπλοκα. Πιο πικρά, τα πικρά. Και πιο μελωμένα, τα γλυκά.

Ο βαθμός συμμετοχής του αναγνώστη είναι μεγάλος και για ακόμη έναν λόγο: Η συγγραφέας στο βιβλίο απευθύνεται σε αυτόν σαν να συνομιλούν. Θα σας διαβάσω 5,5 σειρές από το 3ο βιβλίο της και θα καταλάβετε τι θέλω να πω:

Σελ. 28. «Και τα λέμε όλα αυτά εδώ τώρα όχι επειδή παίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία, αλλά επειδή θέλουμε να δείξουμε ότι στον έρωτα δε χρειάζεται να κάνεις δηλώσεις. Γιατί, σαν έρθει η «στραβοβδομάδα», που έλεγε και ένας υπέροχος άνθρωπος από την ιδιαίτερη πατρίδα του Τζόνι - και πατέρας της γράφουσας -, όλα συντελούν στο να ερωτευτείς. Και για τον Τζόνι είχε έρθει.»

Ενώ η συγγραφέας φαίνεται να στέκεται πάνω από την ιστορία έχοντας την εποπτεία, παρόλα αυτά στους Μεσημβρινούς της ζωής δεν περιγράφεται μια ιστορία αλλά εξιστορείται, κι αυτό γίνεται ορατό σε μεγαλύτερο βαθμό στο 3ο βιβλίο. Ένα τέτοιο δείγμα συναντάμε χωμένο σε μία πρόταση στην σελ. 37: «Η κατά κάποιον τρόπο επιτυχία τους – και το λέμε με μετριοφροσύνη γιατί, λόγω του μεγέθους του μαγαζιού, δεν μπορούσαν να έχουν τεράστια κέρδη- έβαλε φτερά στα όνειρά τους» κλπ. κλπ. Ο αναγνώστης δεν είναι αφανής όπως σε άλλα έργα, δεν εισβάλει δια της ανάγνωσης ως παρείσακτος τρίτος, αλλά έχει τη διακριτή θέση του παραλήπτη. Είναι ο δέκτης μια εξιστόρησης.

Εξιστορεί συνομιλώντας η Κόντζογλου στα βιβλία της αυτά. Κάτι που δεν γίνεται ασφαλώς πρώτη φορά. Το συναντάμε στην κλασική παλιότερη ελληνική πεζογραφία. Πρόκειται βέβαια για μια ψευδο-συνομιλία, ένα παιχνίδι συγγραφέα – αναγνώστη.

Το ύφος της συνομιλίας της Κόντζογλου με τον αναγνώστη της έχει εδώ ενδιαφέρον να προσέξουμε. Το ύφος έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το γεγονός κατά τη γνώμη μου, γιατί εγκαθιστά ένα κλίμα αμοιβαίας οικειότητας πηγαίνοντας, θαρρώ, ένα βήμα παραπέρα την εικόνα της συγγραφέα Μαίρης Κόντζογλου ως μια προσιτή συγγραφική παρουσία. Σε αντιδιαστολή με μια απόμακρη συγγραφέα που κρατάει για τον εαυτό της τον ρόλο της σοφής. Δεν ξέρω αν είναι σωστό να πω πως η Μαίρη Κόντζογλου είναι μια συγγραφέας της διπλανής πόρτας, όμως σίγουρα μπορώ να πω πως είναι μια συγγραφέας που γράφει καλά βιβλία και θα θέλαμε να είναι δίπλα μας.

Κι αν αυτή την πλασματική συνομιλία με τον αναγνώστη την συναντάμε, πες, σε κλασική λογοτεχνία, όμως ο ταχύς τρόπος γραφής, η τεχνική με την οποία η συγγραφέας εξοικονομεί χρόνο με συχνές παρενθετικές προτάσεις, με σύντομους διαλόγους χωμένους μέσα στο πεζό κείμενο στην ίδια παράγραφο, με μεγάλες δευτερεύουσες προτάσεις που αντικαθιστούν μια νέα κύρια πρόταση, καθώς και με ασύνδετα για να αποφευχθεί η τελεία που θα κόψει την ανάγνωση για μια αναπνοή, είναι ολότελα μοντέρνος τρόπος.

…Όπως μοντέρνα, άλλωστε, είναι και η κλασική μυθιστορηματική τριλογία. Για του λόγου το αληθές: Η σύγχρονη τριλογία του Νίκου Θέμελη, η σύγχρονη τριλογία «Μιλλένιουμ» του Σουηδού Στιγκ Λάρσον, η σύγχρονη τριλογία του Ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι. Όλες τους ευπώλητες στα ελληνικά βιβλιοπωλεία.

Μια τριλογία, λοιπόν, στην εποχή των γρήγορων μυθιστορημάτων;

Ναι! Σε ένα περιβάλλον με βιβλία αεροθούμενα που πετάνε τον αναγνώστη από την μια ιστορική εποχή στην άλλη και από την μια ψυχική κατάσταση στην εκ διαμέτρου αντίθετή της, η Μαίρη Κόντζογλου κόπιασε, σαν τον μέρμηγκα, μαζεύοντας και οργανώνοντας πληροφορίες και χαρακτήρες και παρουσιάζει σήμερα στο αναγνωστικό κοινό την τριλογία της οι «Μεσημβρινοί της ζωής» προσφέροντας ένα άρτιο λογοτεχνικό έργο για, ευτυχώς για μας, μακριά απόλαυση.